Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΩΝ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΩΝ ΨΥΧΩΝ

Κάποτε μέσα στους αιώνες, υπήρχε ένα χωριό σπάνιας ομορφιάς και γενναιοδωρίας. Με το ευεργετικό του φυσικό περιβάλλον, τα πολύτιμα δέντρα του, το αναζωογονητικό του νερό και τη μοναδικά παράξενη ενέργειά του, επέβαλλε στους κατοίκους του τη δυνατότητα να ζουν μόνο με όλη τη σημασία. Όλοι τους ήταν ελεύθεροι, ένιωθαν όλα τα συναισθήματα με ζέση και περισσή ευαισθησία και εκμεταλλεύονταν κάθε παραμικρή ευκαιρία που είχαν να γεννιούνται και να πεθαίνουν ξανά και ξανά.

Κάποια μέρα, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, μη όντας πια ικανοί να διαχειριστούν αυτή την πληρότητα του απόλυτου και του τίποτα, φοβερά τρομαγμένοι από την ακλόνητη ισορροπία τους μεταξύ της συνείδησης και του ονειρικού, κουράστηκαν πολύ να κουβαλούν τα φορτία των ψυχών τους περιπλανώμενοι σε κάθε υπαρκτό ή μη σημείο του απείρου.

Μεγάλος σκεπτικισμός κουκούλωσε τα κεφάλια τους και η ανάγκη για λύτρωση έγινε τρομακτικά επιβλητική. Κανείς δε μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της απόγνωσης και τις κραυγές της απελπισίας. Ξάφνου κάποιος από κάπου στο βάθος, φώναξε ξέπνοα ωστόσο αποφασιστικά. ΝΑ ΣΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ!
Η ιδέα αυτή σόκαρε τους κατοίκους που προσπαθούσαν να καταλάβουν τί θα μπορούσε να είναι ένα παζάρι με μεταχειρισμένες ψυχές, όμως όταν ο εφευρέτης ανέκτησε την ψυχραιμία του και εξηγήθηκε, όλοι κατάλαβαν πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθούν το βάρος που ξεχείλιζε από τις ζωές τους. Θα είχαν μία και μοναδική ευκαιρία να πουλήσουν τις ψυχές τους σε άλλους ανθρώπους που ίσως τις έχουν ανάγκη, ή τις θεωρούν συλλεκτικά αξιόλογες, ή τελοσπάντων χρήσιμες για κάποιο σκοπό.
Η ιδέα έγινε ακαριαία απόφαση. Σκόρπισε ανακούφιση στα πρόσωπα και συμπάθεια στα βλέμματα των κατοίκων. Χωρίς δεύτερη σκέψη, όλοι, γυναίκες, άντρες και παιδιά εξέφρασαν την επιθυμία να εκθέσουν τις μεταχειρισμένες ψυχές τους στο παζάρι. Αφού κόπασε ο ενθουσιασμός, μια αμηχανία ήρθε και σκέπασε το χωριό, σε σχέση με το πώς θα κινηθούν οι απαραίτητες διαδικασίες.
Ο πιο δυνατός πήρε ένα προς ένα τα καλντερίμια και τα μονοπάτια και κάλεσε όλο το χωριό σε συνέλευση στην πλατεία με τα τρία πλατάνια και τις πέντε βρύσες στις επτά η ώρα. Από κει δεν έλειψε κανείς.
Μετά από συζητήσεις, διαπραγματεύσεις και έριδες, οι κάτοικοι κατάφεραν να συντάξουν ένα καταστατικό. Έπειτα όλοι κατέληξαν σε ένα κοινό συμπέρασμα. Το πιο σημαντικό.
Πώς θα μπορούσε το παζάρι των ψυχών να πάρει σάρκα και οστά, αν δε συγκέντρωναν πρώτα ένα-ένα τα κομματάκια τους σε ένα μόνο σημείο;
Ο πιο δυνατός, που δεν μπορούσε να χρονοτριβεί άλλο, έδωσε το σύνθημα της εκκίνησης της μακράς άγρας υπολειμμάτων ψυχών στο χρόνο και στον χώρο και σε όποια άλλη διάσταση υπήρξαν και υπάρχουν.
Σε λίγη ώρα άνθρωποι παντού, μάζευαν κομματάκια ψυχής από σκοτεινές γωνιές καλντεριμιών, από τα σύννεφα που περνούν, το φεγγάρι,τα αστέρια, τα δέντρα, το νερό των πηγών, το χώμα, από τοίχους, κρεβάτια, τάφους, από αναμνήσεις, φιλιά, μουσικές, ανθρώπινες ενώσεις, λόγια, αγγίγματα, περιπάτους, σώματα, χέρια, ακροδάχτυλα, μάτια, ζεστά δάκρυα, φωτογραφίες, ζωγραφιές, γράμματα, προσωπικά αντικείμενα, δημιουργήματα, αισθήσεις, γέννες, αγκαλιές, χορούς, ποτήρια, χαμόγελα, έρωτες, πόνους, θρήνους, πένθη, σκέψεις και από μέρη που δε μπορεί να βάλει ο νους πως κάποιος μπορεί να άφησε λίγη ή πολλή απ'την ψυχή του.
Όταν η δουλειά τους τελείωσε δεν υπήρχε πια ο χρόνος. Όχι όπως τον γνωρίζουμε. Το χωριό έμοιαζε ξεχαρβαλωμένο, έτοιμο να καταρρεύσει όλο μαζί και να διαλυθεί. Ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί δίπλα στις όχθες του ποταμού, που τώρα είχε κι αυτός στερέψει. Τα πολύτιμα δέντρα είχαν λυγίσει από ανημποριά. Τα χρώματα είχαν χάσει την ιδιότητα τους να χρωματίζουν. Οι ήχοι έχασαν κάθε έννοια του ρυθμού και της μελωδικότητάς τους. Οι άνθρωποι έμοιαζαν καταρρακωμένοι, βρώμικοι και πληγωμένοι. Όλοι ήταν εκεί, κείτονταν αδύναμοι, εξουθενωμένοι και με το ζόρι ανάσαιναν.
Παραδίπλα πληθώρα ψυχών ήταν στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη. Ψυχές σκισμένες αλλά καλομπαλωμένες, άλλες βαθιά χαρακωμένες, παιδικές ψυχές με αθώες μικρές τρυπούλες, ψυχές σκληρές σαν πέτρα, ψυχές από σκόνη έτοιμη να σκορπίσει στους πέντε ανέμους, ψυχές με κλωστίτσες, καρφάκια, σπασμένα γυαλάκια.
Κανένα παζάρι δε στήθηκε ποτέ στο χωριό. Όσο αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μαζέψουν τα κομμάτια τους, θυμήθηκαν, ανέσυραν μνήμες, αναβίωσαν συναισθήματα κρυφά ή θαμμένα και οι ψυχές τους συνέχισαν να δουλεύουν. Και γέμισαν δεύτερη φορά με όλα τα συμβάντα της κάθε ζωής και παραφούσκωσαν από μελαγχολία για όλα αυτά που πέρασαν και δε θα ξαναρθούν ,που άσχημα ή όμορφα ή απαίσια ή θαυμάσια, ήταν ο λόγος που υπήρχαν.
Οι άνθρωποι που κάποτε δεν ήθελαν τις μεταχειρισμένες ψυχές τους, όσο κι αν είχαν μετανιώσει, δε μπορούσαν πια να κάνουν τίποτα για να ανατρέψουν αυτό το μοιραίο γεγονός. Δε γινόταν να ζήσουν χωρίς αυτές, ούτε να τις πάρουν πίσω. Και έμειναν να κείτονται κενοί, με χαμένο βλέμμα και αδύναμα σώματα, με μόνο μια τελευταία ανάσα, που στην εκπνοή της έβγαλαν απ'το στόμα τους το τελευταίο μικρό απομεινάρι ψυχής που είχαν κρατήσει ανομολόγητα για τον εαυτό τους.

Οι ψυχές τίναξαν από πάνω τους τα ράμματα, τα μπαλώματα, τις κλωστίτσες, τα καρφάκια, τα κουρελάκια, τα γυαλάκια, άνοιξαν και άφησαν αυτά που είχαν μέσα τους να ξεχυθούν στο χρόνο και στο χώρο και σε όποια άλλη διάσταση υπήρξαν.

Σκίτσο του Φάνη Πλουμή για την παράσταση Storytelling, Μάιος 2012




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου