Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Vacation

-Παρακαλώ, σας ακούω.

-...

-Πείτε μου. Τί συμβαίνει πάλι;

-Γνωρίζετε πως έλειπα; Είχα έξοδο.

-Ναι, η απουσία σας ήταν κάτι παραπάνω από αισθητή.

-Ευχαριστώ.

-Χμμ... Τέλοσπάντων. Τουλάχιστον κάνατε κάτι αξιόλογο όσο λείπατε;

-Μμμ, ναι, ναι! Αυτό θέλω να σας πω. Έκανα διακοπές.

-Διακοπές; Πώς σας ήρθε αυτό;

-Το θέμα είναι πως έτυχε να συμβεί και πως πέρασα φίνα και πως τώρα συνειδητοποιώ πως αρνούμαι να βρίσκομαι άλλο εδώ.

-Ω, πραγματικά σας είμαι ευγνώμων που δεν παραλείψατε να με ενημερώσετε για την καινούρια σας μορφή άρνησης. Και τώρα πηγαίνετε, δεν γίνεται τίποτα.

-Το ήξερα πως θα είστε σκληρός μαζί μου.

-Δεν είμαι σκληρός. Δεν είμαι τίποτα. Κάνω αυτό που χρειάζεται.

-Έχω αποφασίσει να μην επιτρέψω να με πτοήσει η αυστηρότητά σας. Ήρθα εδώ, διότι έχω τα επιχειρήματα για να σας πείσω.

-Για ποιό πράγμα;

-Θέλω να μου δώσετε εξιτήριο. Θέλω να φύγω από δω.

-Αν μη τι άλλο έχετε χιούμορ. Ξέρετε πως αυτό δεν θα συμβεί. Η κατάστασή σας άλλωστε δεν θα μας το επέτρεπε σε καμία περίπτωση.

-Εκεί θέλω να καταλήξω. Είμαι μια χαρά. Ή τουλάχιστον ήμουν μια χαρά. Εκεί που ήμουν.

-Τα λεγόμενά σας, υπήρξαν πάντοτε ανυπόστατα για μένα. Δεν μου λέτε τίποτα καινούριο. Μπορείτε βεβαίως να ισχυρίζεστε πως είστε καλά ακόμη κι αν δεν είστε. Εξάλλου είναι σύνηθες για τους ανθρώπους με τις δικές σας, ας πούμε, ιδιαιτερότητες...

-Δεν είμαι ιδιαίτερος. Είμαι κανονικός. Εκεί κατάλαβα πως είμαι. Μου έφτανε ο καθαρός αέρας και ο ήχος των κυμάτων που σκάνε στα βράχια, η σκιά των πεύκων, τα τζιτζιτζιτζιτζι, η μυρωδιά των βοτάνων, ο αέρας ανάμεσα στα μαλλιά μου, κάτι που γέμιζε τον κενό, ακατοίκητο χώρο
μέσα μου.

-Πολύ ρομαντικό. Αναρωτιέμαι ποιος είχε την ιδέα να σας φέρει ακόμη περισσότερο σε επαφή με τις ψευδαισθήσεις, από κει δηλαδή που πηγάζουν όλα σας τα προβλήματα. Έχετε προφανώς κάνει βήματα πίσω. Ζήσατε μια πρόσκαιρη ευτυχία και μια πληρότητα που δεν θα μπορούσαν παρά να χαρακτηριστούν μια ουτοπία. Το σκηνικό που περιγράφετε θυμίζει αράδες
μυθιστορήματος, αλλά ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Για τον πραγματικό κόσμο, παραμένετε ένας ανίκανος.

-Το θέμα είναι πως εκεί δεν ένιωθα ανίκανος. Η ύπαρξή μου είχε νόημα, άκουγα καθαρά τις επιθυμίες μου, τις αληθινές μου επιθυμίες, όχι αυτές τις επιβεβλημένες, η κάθε στιγμή είχε τη δική της προσφορά, εκεί μέτρησα το ξημέρωμα, το μεσημέρι και το ηλιοβασίλεμα, ήταν σαν να ζω τη ζωή κυριολεκτικά... Εδώ είναι μια φυλακή.

-Η ψυχική ισορροπία κύριε, δεν μετριέται κάτω από τα πεύκα και μπροστά στο ηλιοβασίλεμα.

-Μα αντιθέτως, εγώ πιστεύω...

-Το ψυχικό σθένος, λέγω, δεν αποδεικνύεται κατά τη διάρκεια των διακοπών. Τί ρόλο μπορείτε να παίξετε για το κοινωνικό σύνολο; Πόσο παραγωγικό θεωρείτε τον εαυτό σας; Αντέχετε πάνω σας τον αντίκτυπο του σύγχρονου τρόπου ζωής; Θα έπρεπε να χαίρεστε, καταλήγω, που σας κρατάμε εδώ, σ' αυτή τη “φυλακή” όπως τη χαρακτηρίζετε και δεν σας σπρώχνουμε στο στόμα του λύκου.

-...

-Έχετε αποδείξει πως δεν συμμορφώνεστε στους οποιουσδήποτε κανόνες, δεν κάνετε τίποτα αν δεν σας φανεί αρκούντως ευχάριστο, θεωρείτε τους περισσότερους τρόφιμους ανάξιους συναναστροφής και επιτέλους. Δεν έχετε μπορέσει ακόμη να ενταχθείτε. Για να τελειώνουμε. Εκεί έξω, δεν είναι τίποτα όπως στις διακοπές σας. Εκεί, πρέπει να ζήσετε χωρίς παραδεισένια τοπία, χωρίς να μετράτε τις φάσεις της ημέρας, χωρίς να ξέρετε καν ότι υπάρχουν τέτοιες πίσω απ'τα γκρίζα τσιμέντα, χωρίς έμπνευση και χωρίς φαντασία, μόνο, με αντοχή και ανθεκτικότητα. Αρετές τις οποίες εσείς δεν διαθέτετε. Εκεί έξω, είναι ενδεχομένως όπως στη “φυλακή” μας, με τη διαφορά πως εκεί, εσείς θα αναλάβετε όλη την ευθύνη. Α! Και μια φορά το χρόνο, μπορεί να πηγαίνετε και διακοπές! Χαχαχαχαχα! Χαχαχαχαχα! Χαχαχαχαχα! Σας φέρνω αμέσως μια αίτηση για εξιτήριο να συμπληρώσετε και επειδή με κάνατε και γέλασα, σας εγγυώμαι πως εγώ, σίγουρα θα σας την σφραγίσω. Προσέχετε τί εύχεστε κύριε! Χαχαχαχαχα!

Dr.Soul είναι φανταστικός.
Οι εκθέσεις του δεν είναι έγκυρες, απλώς φτιαγμένες με υπομονή και με τρόπο που να φαίνονται ψαρωτικές. Κάποια στοιχεία τους πηγάζουν από το διαδίκτυο, χωρίς φιλτράρισμα, γιατί ποσώς με ενδιαφέρει αν είναι ανυπόστατα ή όχι, απλώς θέλω να ακούγονται κάπως επιστημονικά.
Επίσης: Ο Dr.Soul βαριέται πολύ να ακούει τους ανθρώπους και τα προβλήματά τους, μόνο θέλει να τους ξεπετάει με τον πιο εύκολο τρόπο. Τους ειρωνεύεται γιατί μόνο αυτό ξέρει να κάνει και να είναι βλάκας.
Ο Dr.Soul δεν δίνει εξιτήριο σε κανέναν γιατί τους ζηλεύει όλους που νιώθουν πράγματα και θέλει το κακό τους.
Ο Dr.Soul είναι κακός.

Θα ζήσω γιατρέ μου;

-Παρακαλώ. Σας ακούω.
-Φοβάμαι ότι θα πεθάνω.
-Τί εννοείτε; Απειλούν τη ζωή σας; Σας κυνηγούν νονοί της νύχτας για λεφτά που χρωστάτε; Χάχαχα...
-Λυπηθείτε με για μια φορά γιατρέ. Επιτέλους, μην κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε.
-Σύμφωνοι. Αν λοιπόν μου λέτε απλώς ότι φοβάστε ότι θα πεθάνετε, τότε ειλικρινά πρέπει να σας απαντήσω πως, ναι ναι, είναι αλήθεια, θα πεθάνετε.
-Ναι, αλλά εγώ δεν θέλω.
-Σοβαρολογείτε; Και γιατί δεν μας το λέγατε τόσο καιρό; Τί φοβερή παράλειψη εκ μέρους σας... Κάντε μου τη χάρη κύριε και πηγαίνετε! Ξοδεύετε τον πολύτιμο χρόνο μου. Λες και δεν έχουμε εμείς δουλειές.
-Όχι δεν θα φύγω. Αυτή τη φορά θα με ακούσετε στα σοβαρά. Και θα σας πω πως η δουλειά σας είναι να κάθεστε εδώ και να με ακούτε. Κι αν δεν το κάνετε θα σας καταγγείλω στον σύλλογο.
-Βρε βρε... Ξεδιπλώστε λοιπόν τον δυναμισμό σας. Αν μη τι άλλο βρήκατε το κουμπί μου αγαπητέ. Λοιπόν. Πάμε ξανά. Είμαι εδώ για σας. Όποια στιγμή με χρειαστείτε και για οποιονδήποτε λόγο. Ξέρετε πόσο νοιάζομαι για τους ανθρώπους που υποφέρουν... Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς να επιτελώ αυτό το λειτούργημα, χωρίς να βοηθάω τον συνάνθρωπο, βάζοντας τον εαυτό μου σε δεύτερη μοίρα και προτάσσοντας το θάρρος και την πυγμή...
-Γκουχ, γκουχ...
ς μιλήσουμε λοιπόν για τον θάνατό σας.
-Όχι, όχι! Όχι για τον θάνατό μου. Δεν θέλω να πεθάνω σας λέω. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Μουδιάζω ολόκληρος από τρόμο και αγωνία. Ταυτίζομαι απόλυτα με την ιδέα της αβύσσου. Με την ιδέα του να σε καταπίνει το άπειρο. Σκέφτομαι: αν πεθάνεις, δεν θα ξαναζήσεις ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέεεεεεε.
-Μάλιστα. Αν είναι έτσι, τότε μπορείτε να εκμεταλευτείτε αυτή σας την συνειδητοποίηση υπερ σας. Σκεφτείτε αυτόν τον περιορισμένο χρόνο ως ευκαιρία να κάνετε όσα περισσότερα μπορείτε σ'αυτή τη ζωή, τη μικρή, αυτή που σας απομένει. Βρείτε χόμπι, δραστηριότητες που να σας προσφέρουν ευχάριστο, δημιουργικό χρόνο. Μάθετε ντεκουπάζ, την τέχνη της χαρτοπετσέτας! Κάντε μαθήματα οριγκάμι. Βέβαια! Θα ήταν υπέροχο να εντρυφήστε στη μέθοδο της ιαπωνικής χαρτοδιπλωτικής! Τέτοιες ασχολίες θα σας εντάξουν με έναν πιο υγιή τρόπο στο κοινωνικό σύνολο, θα κάνετε νέους φίλους, θα σας χαρίσουν σίγουρα μια αίσθηση αθανασίας, θα σας φέρουν μπροστά στην αυτοπραγμάτωση σας και σε μια νέα αντίληψη για τον κόσμο, για τη ζωή...
-Νομίζω πως δεν με καταλάβατε. Οι ανησυχίες μου είναι πραγματικά βαθιές. Με έχουν σχεδόν τραυματίσει μόνιμα. Προσπαθώ να βρω την ηρεμία μέσα από την πνευματική αναζήτηση, όμως αυτή με οδηγεί τελικά σε ένα αίσθημα πλήρους ματαιότητας. Αισθάνομαι πως μπροστά στο χάος της αιώνιας ανυπαρξίας, αναιρείται κάθε οντότητα, κάθε ψυχή. Δεν είμαστε απλώς περαστικοί γιατρέ, είμαστε τελικά ανύπαρκτοι ακόμα κι αν θεωρητικά υπάρχουμε αυτή τη στιγμή.
-Ευχαριστώ αγαπητέ που μου δίνετε κάπου εδώ, την αφορμή, να σας προτείνω την εξαιρετική ιδέα του να εναποθέσετε πια τη ζωή σας... στο θεό! Μ'αυτόν τον τρόπο, θα είναι πάντα κάποιος εκεί να σας προσέχει και να σας “ακούει”...
-Μα, εγώ έχω εσάς να το κάνετε αυτό για μένα...
-Ναι αλλά εκείνος, από ψηλά, θα ευλογεί όλες τις αποφάσεις και τις επιλογές σας, όταν βέβαια θα είναι εξασφαλισμένο πως δεν θα σας οδηγούν σε έναν δρόμο αμαρτωλό, επικίνδυνο, μιασμένο από ελευθερίες και ριζοσπαστικές ιδέες, αλλά σ' έναν δρόμο, λέγω, που θα ακρωτηριάζει κάθε καλπάζουσα φαντασία και θα φιμώνει τις σκέψεις που γεμίζουν το ανθρώπινο μυαλό έντονα συναισθήματα και εικόνες...
-Μα αυτό το κάνετε κι εσείς...
-Εγώ δεν κάνω τίποτα. Όλα ο θεός. Ο θεός δεν κοροϊδεύει. Ο θεός υπόσχεται. Ο θεός δεν σ'αφήνει ΟΥΤΕ να πεθάνεις! Σου εξασφαλίζει ζωή μετά τον θάνατο. Ο θεός ανατρέπει το αναπόφευκτο...
-Μα τι λέτε, είστε καλά; Φοβάμαι γιατρέ, φοβάμαι πολύ σας λέω. Και τώρα φοβάμαι πολύ περισσότερο από πριν. Μα τί θα απογίνω;
-Είπαμε αγαπητέ. Θα πεθάνετε. Μην τρέφετε ελπίδες για το αντίθετο. Σταματήστε απλώς να το σκέφτεστε. Κάντε ένα παιδί. Ααα, ναι. Γιατί δεν κάνετε ένα παιδί; Αφήστε πίσω σας έναν απόγονο, μία συνέχειά σας. Ζήστε μια δεύτερη, εναλλακτική ζωή μέσα από εκείνο. Υποχρεώστε το να γίνει ό,τι εσείς δεν μπορέσατε. Βγάλτε όλα σας τα απωθημένα πάνω του. Εξαρτηθείτε από αυτό και δείτε το ως το νόημα της ζωής σας, ως το μεγαλύτερό σας επίτευγμα, τη μεγαλύτερη σας κατάκτηση. Δώστε του τις απαραίτητες κατευθύνσεις και μετά φύγετε από τη ζωή με τη σιγουριά και την ικανοποίηση, πως αφήσατε σ'αυτόν τον κόσμο παρακαταθήκη, έναν άνθρωπο ίδιο με εσάς.
-ΌΧΙΙΙ!
-ΝΑΙ.
-Όχι.
-Ναι.
-Όχι, όχι, όχι!

Dr.Soul είναι φανταστικός.
Οι εκθέσεις του δεν είναι έγκυρες, απλώς φτιαγμένες με υπομονή και με τρόπο που να φαίνονται ψαρωτικές. Κάποια στοιχεία τους πηγάζουν από το διαδίκτυο, χωρίς φιλτράρισμα, γιατί ποσώς με ενδιαφέρει αν είναι ανυπόστατα ή όχι, απλώς θέλω να ακούγονται κάπως επιστημονικά.
Επίσης: Ο Dr.Soul βαριέται πολύ να ακούει τους ανθρώπους και τα προβλήματά τους, μόνο θέλει να τους ξεπετάει με τον πιο εύκολο τρόπο. Τους ειρωνεύεται γιατί μόνο αυτό ξέρει να κάνει και να είναι βλάκας.
Ο Dr.Soul δεν δίνει εξιτήριο σε κανέναν γιατί τους ζηλεύει όλους που νιώθουν πράγματα και θέλει το κακό τους.
Ο Dr.Soul είναι κακός.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

La Casa Violenta

Ξυπνάω. Πρέπει πάλι να πάω εκεί. Έξω ακόμα είναι νύχτα. Αποφεύγω δέντρα που ξεφυτρώνουν τελευταία στιγμή μπροστά μου και δίπλα μου ακούω να έρπονται ζωντανά αλλά δεν τα βλέπω. Τα νιώθω όμως. Είναι σχεδόν πάνω μου. Παρακαλάω να φτάσω σώα. Επιτέλους το διώροφο βρωμόσπιτο αρχίζει να αχνοφαίνεται. Περνάω τα εμπόδια ένα ένα όπως κάθε μέρα και φτάνω μπροστά στην εξώπορτα. Σηκώνω με όλη μου τη δύναμη το λοστάρι που κρατάει την πόρτα για να μπω μέσα. Πέφτω κάτω. Δεν θα κλάψω ούτε σήμερα. Ξέρω τί με περιμένει. Προσπαθώ ξανά και τα καταφέρνω. Τα χέρια μου είναι ήδη γεμάτα αίμα. Μπαίνω μέσα και με παίρνει αυτή η σιχαμερή βρώμα. Μυρίζει καπνό, αλκοόλ και κακομεταχειρισμένα σώματα. Το στομάχι μου ανακατεύεται. Ξεκινάω αμέσως να τρίβω τα πατώματα. Μου έχουν πει να προσέχω κυρίως τη σκάλα. Μαζεύω σκουπίδια και προσωπικά αντικείμενα των ανθρώπων που ήταν εδώ τη νύχτα. Καθαρίζω καλά τα αίματα και τα ξερατά. Τώρα όλα γυαλίζουν και μυρίζουν καλύτερα. Ανοίγω τις βαριές κουρτίνες και στολίζω το χώρο με λουλούδια. Είναι σαν να μην έχει συμβεί τίποτα το προηγούμενο βράδυ εδώ μέσα. Ούτε εγώ θα το καταλάβαινα αν δεν το ήξερα. Είμαι χάλια.
Ακούω βήματα απ' έξω. Ήρθαν. Μπαίνουν μέσα και με ρίχνουν κάτω. Με κλωτσάνε αλύπητα για να μην μπορώ να σηκωθώ. Είναι ακόμα μεθυσμένοι από τις βραδυνές διασκεδάσεις τους. Μου περνάνε το σιδερένιο κολάρο στο λαιμό και με τραβάνε με αλυσίδα από δω κι από κει. Μιλάνε για την ξέφρενη νύχτα που πέρασαν σ' αυτό το σπίτι και γελάνε υστερικά. Δεν τα θυμούνται όλα. Εγώ ξέρω όλα όσα συνέβησαν. Τα καθάρισα προηγουμένως. Αυτός που καθαρίζει τα ξέρει όλα. Γι' αυτό μου περνούν το κολάρο και δεν μ' αφήνουν να φύγω πριν με κάνουν να τα ξεχάσω. Ξημέρωσε. Υποδέχονται τώρα τους πρωινούς καλεσμένους με τσάι και κουλουράκια βουτύρου. Φοράνε άσπρα καθαρά ρούχα που μυρίζουν καλά. Χαμογελούν. Με περιφέρουν με το κολάρο ανάμεσα στους καλεσμένους για να τους υπηρετώ. Οι καλεσμένοι ξέρουν ότι μπορούν να με κάνουν ό,τι θέλουν και μερικοί με κλωτσάνε κι αυτοί όπως τα αφεντικά μου. Υπάρχουν κι άλλοι που χρησιμοποιούν γι' αυτή τη δουλειά. Η μόνη μου ελπίδα είναι πως μια μέρα θα τα καταφέρω να ξεφύγω και θα μιλήσω σε όλους γι' αυτά που κάνουνε.

Ελευθερία ποτε;

-Παρακαλώ. Σας ακούω.
-...Δεν μπορώ να γράψω. Αυτό είναι.
-Χμμ, μάλιστα. Έχετε τελειώσει το δημοτικό αλήθεια;
-Σας παρακαλώ. Ναι το έχω τελειώσει. Και δεν εννοώ αυτό.
-Τότε τί εννοείτε;
-Εννοώ πως δεν μπορώ, δεν μου βγαίνει, έχω χάσει το ταλέντο μου.
-Δηλαδή πιστεύετε, πως το είχατε κάποτε.
-Φυσικά. Εννοώ όχι, δεν εννοώ αυτό... τελοσπάντων, εννοώ πως τουλάχιστον είχα την ικανότητα αυτή.
-Από τον τρόπο που το λέτε όμως, καταλαβαίνω πως θεωρείτε αυτή την ικανότητα ιδιαίτερη. Σαν να μην την έχουν όλοι οι άνθρωποι.
-Ναι προφανώς, δηλαδή όχι, πιστεύω πως την έχουν όλοι οι άνθρωποι. Ή εν δυνάμει την έχουν, όμως κάποιοι σίγουρα πιο ανεπτυγμένη. Για παράδειγμα οι συγγραφείς.
-Εντάσσετε δηλαδή τον εαυτό σας σε αυτή την συνομοταξία.
-Ίσως. Θα μπορούσα.
-Είστε ή δεν είστε;
-Είμαι. Εμ,όχι, απλώς θέλω να πω πως θα μπορούσα να είμαι. Δηλαδή δεν με γνωρίζετε, δεν έχω εκδώσει κάτι, πόσο μάλλον κάποιο best seller, όμως έχω γράψει κατά καιρούς μερικά ωραία πραγματάκια, χεχε...
-Υπάρχει κάποιος τελοσπάντων που τα διάβασε και σας είπε ότι του άρεσαν;
-Εμ, όχι. Δεν υπάρχει.
-Τότε πώς ξέρετε πως είναι ωραία;
-Δεν το ξέρω. Απλά το πιστεύω. Νομίζω δηλαδή ότι είναι ωραία. Παρόλο που δεν τα έχω δείξει σε κανέναν. Τα έγραψα γιατί ήθελα κάτι να πω. Καμιά φορά σκέφτομαι πράγματα που μου φαίνονται όμορφα. Άρα κι οι άλλοι που μοιάζουν με μένα θα τα έβρισκαν όμορφα.
-Πιστεύετε πως υπάρχουν άλλοι που μοιάζουν με εσάς;
-Ναι το πιστεύω.


ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ

Ο ασθενής πάσχει από ψυχική διαταραχή, που παρουσιάζει παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις, αποδιοργανωμένη ομιλία, απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, έντονη εσωστρέφεια και γενική αποδιοργάνωση του εγώ. Τα αίτια φαίνεται να είναι κοινωνικής φύσεως. Κρίνεται επικίνδυνος και ανίκανος να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο.

Dr.Soul είναι φανταστικός.
Οι εκθέσεις του δεν είναι έγκυρες, απλώς φτιαγμένες με υπομονή και με τρόπο που να φαίνονται ψαρωτικές. Κάποια στοιχεία τους πηγάζουν από το διαδίκτυο, χωρίς φιλτράρισμα, γιατί ποσώς με ενδιαφέρει αν είναι ανυπόστατα ή όχι, απλώς θέλω να ακούγονται κάπως επιστημονικά.
Επίσης Ο Dr.Soul βαριέται πολύ να ακούει τους ανθρώπους και τα προβλήματά τους, μόνο θέλει να τους ξεπετάει με τον πιο εύκολο τρόπο. Τους ειρωνεύεται γιατί μόνο αυτό ξέρει να κάνει και να είναι βλάκας.
Ο Dr.Soul δεν δίνει εξιτήριο σε κανέναν γιατί τους ζηλεύει όλους που νιώθουν πράγματα και θέλει το κακό τους.
Ο Dr.Soul είναι κακός.
 

Can you pass me the love please?

To "Can you pass me the love please?" δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού λιτέρα
-Παρακαλώ. Σας ακούω. 
-Έχω πρόβλημα. Μου λείπει η αγάπη.
-Όταν ήσασταν μικρός, σας θήλασε η μητέρα σας; Ή ο πατέρας σας, σας αγκάλιαζε συχνά ο πατέρας σας;
-Ναι, δεν ξέρω, είμαι πολύ μεγάλος πια για να αναζητώ ντοκουμέντα της παιδικής μου ηλικίας, τελοσπάντων, δεν εννοώ αυτό...
-Τότε τί εννοείτε;
-Εννοώ πως κι εγώ σαν άνθρωπος αποζητώ την αγάπη, ερωτικά πια, συντροφικά και δεν μπορώ να την βρω.
-Θεωρείτε πως είστε ικανός για κάτι τέτοιο; Για μια τέτοια σχέση “συντροφική”, με έναν άλλον άνθρωπο;
-Πραγματικά δεν γνωρίζω, τί θα πει ικανός άλλωστε; Απλώς νιώθω αυτή την ανάγκη και θεωρώ πως αν μη τι άλλο, όλοι έχουμε αυτό το δικαίωμα στην αγάπη, όπως και να είμαστε.
-Ίσως. Μα εσείς τί ακριβώς έχετε κάνει για να αξιώνεστε πως έχετε αυτό το δικαίωμα;
-Καταρχάς έχω μείνει πολύ καιρό μόνος. Πολύ καιρό με τον εαυτό μου. Έχουμε συσκεφθεί πολλές ώρες οι δυο μας, χεχε...
-Χμμμ, μάλιστα. Και τί έχετε πει;
-Εμμ, τί έχουμε πει... Ναι. Γιατί όχι... Έχουμε πει πως η μοναξιά είναι σκληρή. Και πως σε βρίσκει όπου και να κρυφτείς, όπου και να φωλιάσεις. Και πως δεν αντέχεται ώρες ώρες. Σε τρελαίνει. Και πως την κοροϊδεύεις με ωράριο.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή σε περιμένει τις ώρες κοινής ησυχίας. Όταν πρέπει να ησυχάσεις και να πάρεις τον υπνάκο σου. Θα έλεγα πως σε πιάνει στον ύπνο, χεχε...
-Δεν σας καταλαβαίνω καθόλου.
-Πώς να σας το πω. Για μένα όλα δοκιμάζονται τότε. Όταν πρέπει να ησυχάσεις και δεν μπορείς. Όταν πρέπει να γυρίσεις σπίτι το βράδυ για να λήξεις τη μέρα σου κι εσύ ακόμα έχεις ανοιχτούς λογαριασμούς. Όταν δεν σου φτάνει.
-Τί δεν σου φτάνει;
-Τίποτα δεν σου φτάνει. Δεν υπάρχει τίποτα αρκετά ικανοποιητικό, γιατί σου λείπει κάποιος. Κάποιος άλλος. Όχι εσύ. Έχεις βαρεθεί πια το εσύ. Το εγώ δηλαδή. Σου 'χει κάτσει στο σβέρκο. Το έχεις σιχαθεί γιατί το είδες.
-Τί εννοείτε “το είδες”;
-Τί να εννοώ. Δεν θέλω άλλο από τον εαυτό μου μόνο του, χόρτασα, θέλω κάποιος να μου αποσπάσει από 'κει την προσοχή, θέλω να δω τί έκανα, τί μου αναλογεί, θέλω κάτι μαζί, θέλω να αγαπώ κάποιον άλλον, όχι μόνο εμένα, θέλω να με αγαπάει κάποιος. Αν μπορεί. Μπορεί;
-Φυσικά και μπορεί, τί θέλετε να πείτε, όλοι έχουμε την δυνατότητα αυτή και την ευκαιρία, αρκεί να κάνουμε τους σωστούς χειρισμούς.
-Σωστούς. Χειρισμούς. Μπορεί.
-Λίγη καλή διάθεση χρειάζεται εκ μέρους σας και καλή πίστη και όλα θα γίνουν, εν καιρώ. Κάποτε θα βρείτε κι εσείς την αγάπη. Αυτά λοιπόν.
-Όχι.
-Ναι.
-Όχι.
-Ναι.
-Όχι.
-Ναι.
-Όχι. Όχι.


ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ

Ο ασθενής υπό το πρίσμα μιας χαμηλής, κατά γενική ομολογία, συναισθηματικής νοημοσύνης, βρίσκεται αντιμέτωπος επί καθημερινής βάσεως πια με καταστάσεις απομόνωσης, ψυχικής κούρασης, απόγνωσης και πικρίας, απέναντι στην απλή και συνήθη καθημερινότητα.
Το άτομο, ενεργοποιεί την εσωτερική μειονεξία ως αμυντικό μηχανισμό απέναντι στις ερωτικές συναναστροφές και επιπροσθέτως θεωρεί τη μοναξιά ως ελάττωμα.
Έχει διαγνωστεί με χρόνια αϋπνία που οφείλεται κυρίως σε εμμονικό σύνδρομο, σε συνδυασμό με ΙΨΔ (aka ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή), και εδώ δεν θα διστάσω να πω πως ανακαλύπτω ίχνη ναρκοληψίας ή και συνδρόμου RLS ακόμα ακόμα (aka σύνδρομο ανήσυχων ποδιών).
Ο ασθενής τέλος, εμφανίζει έντονα συμπτώματα του συνδρόμου ARS (aka Adam's rib syndrome) που δημιουργεί στο άτομο την πεποίθηση πως κάποια μέρα, αν το παλέψεις αρκετά θα βγει από τα πλευρά σου μια όμορφη γυναίκα που θα σ' αγαπάει για πάντα και δεν θα είσαι ποτέ ξανά μόνος στη ζωή, όπως και η φράση του αυτή το αποδεικνύει περίτρανα:
“Δεν θέλω άλλο από τον εαυτό μου μόνο του, χόρτασα”.
Συνιστώ κράτηση λόγω πολυπλοκότητας της περιπτώσεως, μέχρι νεοτέρας.

Dr.Soul είναι φανταστικός.
Οι εκθέσεις του δεν είναι έγκυρες, απλώς φτιαγμένες με υπομονή και με τρόπο που να φαίνονται ψαρωτικές. Κάποια στοιχεία τους πηγάζουν από το διαδίκτυο, χωρίς φιλτράρισμα, γιατί ποσώς με ενδιαφέρει αν είναι ανυπόστατα ή όχι, απλώς θέλω να ακούγονται κάπως επιστημονικά.
Επίσης Ο Dr.Soul βαριέται πολύ να ακούει τους ανθρώπους και τα προβλήματά τους, μόνο θέλει να τους ξεπετάει με τον πιο εύκολο τρόπο. Τους ειρωνεύεται γιατί μόνο αυτό ξέρει να κάνει και να είναι βλάκας.
Ο Dr.Soul δεν δίνει εξιτήριο σε κανέναν γιατί τους ζηλεύει όλους που νιώθουν πράγματα και θέλει το κακό τους.
Ο Dr.Soul είναι κακός.


Θέμα: "Πώς τα πέρασα την Κυριακή"


*Οδηγίες: Είστε κάτω από οκτάωρη κράτηση. Άπαξ και ανοίξατε τούτη την πόρτα για να εισέλθετε, δεν δικαιούστε να την ανοίξετε για να εξέλθετε. Όλοι οι υπόλοιποι μπορούν να εισέρχονται και να εξέρχονται χωρίς κανέναν περιορισμό. Θα τους υποδέχεστε με χαμόγελο και θα τους ξεπροβοδίζετε με καλοσύνη και ευγένεια. Δυστυχώς δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμη ικανές μεθόδους καταστολής της σκέψης και της φαντασίας, της αντίληψης και της κρίσης ή των αισθήσεων εφόσον παραμένουν ζωντανές και ικανές από τη φύση τους, ελπίζουμε όμως αυτό να επιτευχθεί στο μέλλον.

"Οι δύο άντρες"

Δύο μεσόκοποι άντρες διάλεξαν για πρωινό, καφέ και ουίσκι αντίστοιχα. Αυτός με τον καφέ είναι σίγουρα παντρεμένος, διαφορετικά θα έπινε κι εκείνος ουίσκι και δεν θα κοιτούσε με λύσσα του διπλανού του. Όπως φαίνεται η γυναίκα του τον έχει απειλήσει πως αν ξαναεμφανιστεί στο κυριακάτικο μεσημεριανό τραπέζι σουρωμένος, προκαλώντας απανωτές λιποθυμίες στα παιδιά από τις αναθυμιάσεις της αναπνοής του, θα πάρει πόδι δια παντός. Ο άλλος είναι μόνος και καταραμένος, οπότε θα έπινε και κώνειο. Συζητάνε για τη μουσική και στιχουργική ικανότητά τους με έναν τρόπο που σε κάνει να πιστεύεις πως αύριο θα ξυπνήσεις σε ένα άλλο Βερολίνο και θα το οφείλεις σ' αυτούς τους δυο μικρούς χαριτωμένους καλλιτέχνες. Καθώς φεύγουν, εύχομαι να ξεχάσουν για πάντα να αλλάζουν χορδές σε ό,τι είναι έγχορδο.

"Ο ένας άντρας" 

Ο άντρας μυστήριο κάθεται σε μια γωνία μόνος και διαβάζει μια παλιοφυλλάδα με βαθιά σοβαρότητα και υπευθυνότητα περιμένοντας τρομερές αποκαλύψεις για το μέλλον της ζωής του, της ζωής όλων μας, αλλά και της ανθρωπότητας. Παράλληλα σιγοτραγουδάει που και που ό,τι παίζεται από τα ηχεία και του φαίνεται γνώριμο, όπως το Mamma mia των Abba, ή το Entre dos aguas του Paco de Lucia, ή τα Βεγγαλικά σου Μάτια τραγουδισμένο από το Γιώργο το Νταλάρα. Είναι φανερό πως του αρέσει να περνάει τα κυριακάτικα πρωινά του διαβάζοντας τα τελευταία νέα για την κατάσταση της χώρας, με την υπόκρουση μουσικής με βαθιά νοήματα, ή τουλάχιστο τραγούδια που τα λένε, που τα “χώνουν” έμμεσα ή άμεσα, σ' όλους αυτούς που ξεπουλάνε με ευκολία την πατρίδα μας.
Καθώς φεύγει, εύχομαι όλα τα ευρώ που μπαίνουν στις τσέπες του να μεταμορφώνονται σε δραχμές.

"Ο σοφός γέροντας" 

Η πόρτα ανοίγει και ξεπροβάλλει ένα κεφάλι που σέρνει από πίσω του το υπόλοιπο σώμα-ζυγαριά, το στόμα ανοίγει, όμως αντί για τον επιθανάτιο ρόγχο φτάνουν στ' αυτιά μου οι λέξεις αυτού του σοφού γέροντα... Μήλα, ωραία μηλαράκια, για να κάνεις και μηλόπιτα, μήλα κανείς; ΜΗΛΑ ΚΑΝΕΙΣ;;;
Και δεν είναι η πρώτη φορά, που καθώς φεύγει, θα σκεφτώ πώς μοιάζουν τα μήλα κανίς: πολλά μαλλιαρά μήλα να έρχονται καταπάνω μου γαβγίζοντας υστερικά μες στο αυτί μου.

"Η παρέα που έφαγε"

Η πολυπληθής παρέα που έχει φάει στο διπλανό εστιατόριο, ίσως και το εστιατόριο το ίδιο, πλησιάζει απειλητικά με ζευγάρια φούξ φωσφοριζέ μάγουλα και χοντρές κοιλιές και σε κοιτάει απ' έξω ακόμα με το βλέμμα “ένα εσπρεσσάκι με μαύρη ζάχαρη”. Η συζήτηση που ακολουθεί ξεκινάει ακόμη απ' το πρώτο πιάτο που πήγε στο τραπέζι τους, για να σε ενημερώσει έπειτα με λεπτομέρεια για όλα τα συστατικά των τροφών που πέρασαν από τον οισοφάγο τους για να καταλήξουν να απορριφθούν από το παχύ τους έντερο. Εσένα, δεν πρέπει να σε ενοχλεί ούτε που θυμήθηκες πάλι πως οι φίλοι σου είναι κάπου και τρωγοπίνουν χωρίς εσένα, ούτε που δεν σε ρωτάνε αν πεινάς πριν ξεκινήσουν μπροστά σου να χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως “σκάσαμε πάλι”, “δεν χορταίνει το μάτι μας”, “το γλυκό ήταν θε-ι-κό”.
Καθώς φεύγουν, εύχομαι να γίνουν σκλάβοι των ζαπατίστας σε φυτείες ζαχαροκάλαμου και καφεόδεντρων.

Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΑΣΤΕΙΟ ΚΑΠΕΛΟ

Μία μοναδική φορά έτυχε να πιστέψει η κυρία με το αστείο καπέλο, άνθρωπο με σοβαρό καπέλο.

  • Να σημειωθεί πως παρουσιάστηκε μπροστά της, την ώρα που έπινε τον καθιερωμένο απογευματινό καφέ της, στο όμορφο καφενείο με τα πολλά λουλούδια, στον πλακόστρωτο δρόμο με τη συστάδα των δέντρων και τα κουκλίστικα μαγαζιά, απέναντι από το σπίτι της.

Για να καταλάβετε για τί είδους κυρία μιλάμε, η κυρία με το αστείο καπέλο, είχε επιλέξει τα πάντα στη ζωή της πολύ προσεκτικά, έτσι ώστε να της αρέσουν πάρα πάρα πολύ.
Το σπίτι της, με πολλά παράθυρα, όμορφα κάδρα, ντελικάτα έπιπλα και θέα στο δρόμο σαν από καρτ ποστάλ.
Τα ρούχα της, ραμμένα ακριβώς στα μέτρα της, με σικ γραμμές, ευφάνταστα σχέδια και το καπέλο της μοναδικά αστείο, με έναν τρόπο που θα ζήλευαν πολλά καπέλα και με έναν τρόπο που να την κάνει τόσο μα τόσο ξεχωριστή.
Το φιλέτο της μέτρια ψημένο και ζουμερό συνοδευόμενο από στρογγυλές πατατούλες και λαχανικά και ο καφές της με μια στρώση βελουτέ γάλα από πάνω και τρεις κόκκους κακάο.
Πολύ συγκεκριμένες προτιμήσεις στη μουσική, τη ζωγραφική, το θέατρο, το σινεμά και τους ανθρώπους.
Μια κυρία πραγματική, που η ύπαρξή της, δεν εξαρτάται από κανέναν και τίποτα, παρά μόνο από την ποιότητα, την καλαισθησία και τη γαλήνη.

Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, που έπινε τον καφέ της κάτω από τον διακριτικά ζεστό ήλιο, κάνοντας ωραίες σκέψεις και πλάθοντας διασκεδαστικές ιστορίες με τη φαντασία της, κάτι έκανε σκιά στα μάτια της.
Και δεν ήταν το βέλο της.
Ήταν ένας ψηλός, γοητευτικός, πολύ σοβαρός κύριος που κρατούσε μια μαύρη ομπρέλα και φορούσε ένα πάρα πολύ σοβαρό καπέλο.
Αυτός ο κύριος κάθισε στο ακριβώς διπλανό άσπρο μεταλλικό τραπεζάκι με τα γυριστά ποδαράκια που πάνω του είχε το μικρό βαζάκι με τα δύο ανθάκια και παράγγειλε έναν σκέτο μαύρο καφέ.Έπειτα, γύρισε προς το μέρος της, την κοίταξε κατά πρόσωπο και την καλησπέρισε σαν να την γνώριζε, χωρίς χαμόγελο, παρότι ευγενικά.

Η κυρία με το αστείο καπέλο σκέφτηκε πως σίγουρα δεν γνώριζε αυτόν τον σοβαρό κύριο μια που στη ζωή της, ευτυχώς, ελάχιστους τέτοιους σοβαρούς ανθρώπους είχε συναναστραφεί, μια που δεν έκανε ποτέ παρέα με υπάλληλους τραπεζών, δικαστές ή αστυνομικούς και γενικά ανθρώπους που φορούσαν σοβαρά καπέλα, ή καπέλα με κύρος, ή καπέλα αξιώσεων.
Γι' αυτό το λόγο μάλλον, η κυρία με το αστείο καπέλο αποφάσισε να συνεχίσει να διασκεδάζει με τις αστείες σκέψεις της χωρίς να δώσει δικαίωμα για περαιτέρω συζητήσεις με σοβαρούς κυρίους.

Ο κύριος συνοφρυώθηκε, αλλά μετά από λίγο ξαναγύρισε προς το μέρος της κυρίας και την φώναξε, για να της πει αυτή τη φορά πως θα ήθελε να της μιλήσει. Εκείνη απόρησε, όμως σκέφτηκε πως ίσως ήταν όντως ανάγκη να αφήσει για λίγο τις σκέψεις της και να ακούσει τον κύριο, όποιος κι αν ήταν αυτός.

Κι έτσι ο πολύ σοβαρός κύριος με το πάρα πολύ σοβαρό καπέλο, δεν έχασε την ευκαιρία να αρχίσει την εκ βαθέων εξομολόγησή του, για το πώς έγινε και έφτασε να φοράει αυτό το καπέλο, για τους λόγους που τον οδήγησαν εκεί και τελικά για το πόσο μεγάλη είχε καταστεί η ανάγκη να το βγάλει και να φοράει ένα αστείο ή αλλιώς να απαρνηθεί τη ζωή του.

Η κυρία θορυβήθηκε, μα αισθάνθηκε ανήμπορη να δώσει τις κατάλληλες οδηγίες, διότι δεν ήξερε πώς να μάθει κάποιον να φοράει ένα αστείο καπέλο, παρά μόνο να το φοράει η ίδια.

Αυτός ο κύριος λοιπόν και η λυπητερή ιστορία του, έγινε η αφορμή και η κυρία με το αστείο καπέλο άνοιξε τους ορίζοντές της -και ταυτόχρονα την παγκόσμιας φήμης ακαδημία εκμάθησης φορέματος αστείων καπέλων, ύστερα από μια διεξοδική και πολύχρονη έρευνα πάνω στη συμπεριφορά και τα κίνητρα των ανθρώπων με σοβαρά καπέλα, με κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μέθοδο που ανέπτυξε έπειτα από πειράματα πάνω στον κύριο που πρώτος συνέβαλε σ' αυτήν την προσπάθεια, κάνοντας μάλιστα δωρεά, μετέπειτα στους φοιτητές το σοβαρό του καπέλο για να το εξετάσουν- και έγινε η πρώτη κυρία που αφιέρωσε τη ζωή της στους ανθρώπους με σοβαρά καπέλα. 



Φωτογραφία του Γιώργου Γερασιμίδη για την παράσταση Storytelling, Μάιος 2012
 

Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΤΗΣ

Κάποτε, υπήρχε ένας μπαμπάς. Δεν γνωρίζουμε αν ήταν μπαμπάς επειδή το είχε θελήσει πραγματικά ή το είχε επιλέξει, αλλά σίγουρα ήταν, γιατί είχε αποκτήσει μια κόρη. Μέσα σε όλη την αναστάτωση, δεν είχε προφτάσει ακόμα να αποφασίσει αν την θέλει για παραπάνω λόγους από το ότι ήταν κομμάτι του - όχι από το πλευρό του, από το σπέρμα του – και αυτό προκαλούσε μια αμηχανία ανάμεσά τους.

Η κόρη ήταν αξιαγάπητη γενικώς αλλά όχι μερικώς και όπως και να 'χει έκανε τη ζωή της με κόσμο που ήταν σίγουρος πως θέλει να την αγαπάει, αλλά όχι με τον μπαμπά της.
Ένιωθε πλήρης και ολόκληρη, μέχρι που μεγάλωσε και έγινε κόρη-κοπέλα.
Τότε, κατάλαβε γιατί ήθελε τόσο πολύ να την αγκαλιάζουν οι άντρες και να της λένε λόγια αγάπης, τόσο μοναδικά, όσο αυτά που θα μπορούσε να λέει ένας πατέρας , όταν το ήθελε φυσικά.
Για τον δικό της, δεν ήταν ποτέ σίγουρη και δεν επρόκειτο να είναι ποτέ, γιατί αυτός δεν την είχε ποτέ φιλήσει, ποτέ αγγίξει ή έστω, ποτέ ενημερώσει, με την άνεση και αμεσότητα ενός δικού μας ανθρώπου. Η αγκαλιά δε, είχε απαγορευτεί προ πολλού, επειδή κοινωνικά δήλωνε πολλά και δεν ήμασταν για τέτοια.

Μια μέρα η κόρη, κουράστηκε να κρατάει τα προσχήματα και πήρε μια σημαντική πρωτοβουλία. Πήγε και τον βρήκε. Μετά από μεγάλη πάλη με τον ξένο άνθρωπο που συνάντησε μπροστά της, κατάφερε να δει κάπου από πίσω αυτόν που ζητούσε από την αρχή. Καλά θα ήταν να μπορούσε τώρα να βγάλει λίγη φωνή για να του πει αυτό που ήθελε και άι στον διάολο, μάλλον δεν έφταιγε αυτή που γεννήθηκε, ούτε που του φορτώθηκε ποτέ επίτηδες.

Και είπε. Μπαμπά, θέλω να γράψεις μια ιστορία που να μιλάει για μένα και να μου την διαβάσεις μια νύχτα για να αποκοιμηθώ. Δεν ξέρω τί θέλεις να λέει, ούτε με νοιάζει ποια θα είναι αυτή η νύχτα, όμως φρόντισε να είναι πριν πεθάνεις.
Μετά έφυγε και περπάτησε μέχρι να καταπιεί το τελευταίο δάκρυ της και τον τελευταίο λυγμό της.

Ο μπαμπάς, σοκαρίστηκε ανεπανάληπτα. Νόμιζε πως την είχε γλιτώσει. Πως δεν θα χρειαζόταν ποτέ να κάνει κάτι γι' αυτό το κορίτσι που βρέθηκε μπροστά του γεμάτο απελπισία. Και τί παραμύθι να γράψει κανείς για ένα κορίτσι που δεν ξέρει πώς χτενίζει τα μαλλιά του, πώς τραγουδάει ή πως γελάει, αν είναι έξυπνο ή κουτορνίθι, αν τρώει παγωτό σοκολάτα ή κρέμα, τί σκέφτεται αν σκέφτεται.
Και τότε αποφάσισε να της κάνει τη χάρη αλλά τη μισή.
Θα έγραφε μια ιστορία για να της διηγηθεί, όμως όχι γι' αυτήν αλλά γι' αυτόν.

Ήταν ως εξής :

Εγώ ο μπαμπάς σου, αρνούμαι να σου κάνω ολόκληρη τη χάρη, αλλά πρέπει να είσαι ευγνώμων που θα σου κάνω τελικά τη μισή.
Εγώ ο μπαμπάς σου, ήθελα απλώς να νιώσω ερωτικά, όμως να ξέρεις κι εσύ, τα παιδιά γίνονται εύκολα, χρειάζεται μόνο ένα ανοιγόκλεισμα του βλεφάρου. Έτσι έγινες κι εσύ, δεν είσαι τίποτα παραπάνω ούτε λιγότερο.
Εγώ ο μπαμπάς σου, δεν είχα σκεφτεί να γίνω σκληρός, ήθελα να κάνω ταξίδια σε άλλες χώρες και να δω πράγματα και να ζήσω στιγμές που εσύ δεν ήθελα να είσαι μέσα σ' αυτές, γιατί ένα μικρό κορίτσι δεν ήταν καλή παρέα για μένα.
Και μετά που μεγάλωσες δεν θεώρησα πως πρέπει να σου διηγηθώ όλα αυτά, αφού είμαι άνθρωπος δίκαιος και διακριτικός και καταλάβαινα πως δεν σε ενδιαφέρει κανείς που δεν ενδιαφέρεται ούτε αυτός για σένα.
Εγώ ο μπαμπάς σου, απλά άφησα τα πράγματα ως είχαν εξαρχής και δεν προσπάθησα ούτε στιγμή να αλλάξω κάτι, δεν ξέρω γιατί, μάλλον δεν σε υπολόγισα ποτέ, ούτε ήξερα αν πρέπει και αν θέλω.
Δεν σε ρώτησα ούτε τί θέλεις εσύ, γιατί δεν κάνω πράγματα κατά παραγγελία και για του λόγου το αληθές στο αποδεικνύω τώρα με αυτήν την ιστορία που ενώ μου ζήτησες να μιλάει για σένα, τελικά μιλάει για μένα. Είδες ; ”

Ύστερα από όλα αυτά, η κόρη του μπαμπά, έτυχε να αρρωστήσει πολύ βαριά. Τόσο που δεν μπορούσε πια να σηκωθεί απ' το κρεβάτι της. Όταν ο μπαμπάς το έμαθε, πήρε την ιστορία του και πήγε, γιατί φοβήθηκε μην δεν προλάβει και τον κατηγορήσουν πάλι για αναίσχυντη αναισθησία. Έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα της και της διάβασε την ιστορία για να αποκοιμηθεί. Και όταν πέθανε μέσα στον ύπνο της, ο μπαμπάς ένιωσε πολύ περήφανος για τον εαυτό του, που για πρώτη και τελευταία φορά της έκανε μια χάρη, έστω κι αν ήταν η μισή.


Από την παράσταση Storytelling, Μάιος 2012



Η ΚΥΡΙΑ ΠΟΥ ΚΑΘΑΡΙΖΕ ΣΚΑΛΕΣ (ΔΕΝ ΘΑ'ΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΕΤΣΙ)

Η ιστορία "Η κυρία που καθάριζε σκάλες (Δεν θα 'ναι πάντα έτσι)" δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού λιτέρα

Κάποτε, ζούσε μια κυρία που καθάριζε σκάλες. Σκάλες πολυκατοικιών, με πολλούς ορόφους και πολλά διαμερίσματα, πολλές πόρτες και πολλές ζωές. Αυτή η δουλειά ήταν πολύ κουραστική και επίπονη και η γυναίκα κάθε μέρα γυρνούσε στο σπίτι της πολύ κουρασμένη και καθάριζε και τη σκάλα της δικής της πολυκατοικίας με τους πολλούς ορόφους, τα πολλά διαμερίσματα, τις πολλές πόρτες και τις πολλές ζωές, γιατί μια κυρία που καθαρίζει σκάλες δεν μπορεί να βλέπει βρώμικη καμία σκάλα.
Αργά το βράδυ, έπεφτε στο κρεβάτι της να κοιμηθεί και ονειρευόταν, τί άλλο, παρά σκάλες. Σκάλες ατέλειωτες που αγγίζουν τον ουρανό κι αυτή να ξεπροβάλλει από ψηλά ανάμεσα από σύννεφα σκόνης, σκουπίζοντας από πάνω προς τα κάτω, γιατί έτσι είχε μάθει να καθαρίζει σκάλες. Στο τέλος, προσγειωνόταν σαν πούπουλο με βάρος μαρμαρόπλακας στη γη και μετά ξυπνούσε γιατί έφτανε η ώρα που έπρεπε να πάει να καθαρίσει σκάλες.
Η γυναίκα συνέχεια έλεγε στον εαυτό της πως δεν θα 'ναι πάντα έτσι, σίγουρα κάποια φορά θα γλίτωνε από τις σκούπες, τα φαράσια, τα απορρυπαντικά και τη βρωμιά, γιατί μια κυρία που καθαρίζει σκάλες δεν αντέχει τη βρωμιά.
Όμως η πραγματικότητα ήρθε να τη διαψεύσει, αφού μέρα με τη μέρα η βρωμιά εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο. Έμπαινε κάτω από τις πόρτες και λέρωνε και τις ζωές κι έτσι οι διάφοροι ένοικοι των πολυκατοικιών με τους πολλούς ορόφους, τα πολλά διαμερίσματα και τις πολλές πόρτες, άρχισαν να έχουν κι άλλες απαιτήσεις από την κυρία. Ήθελαν τώρα πια εκτός από τις σκάλες να τους καθαρίζει και την “υπόλοιπη” βρωμιά.
Και αυτή η καημένη, από φόβο μη χάσει τη δουλειά της, έκανε ό,τι μπορούσε. Άρχισε να σκουπίζει και μέσα από τις πόρτες. Τις ζωές τους. Ξεσκόνιζε τις καρδιές τους, σφουγγάριζε τα κορμιά τους, σκούπιζε τα δάκρυά τους και στο τέλος περνούσε κι ένα χέρι τις συνειδήσεις τους. Και η μέρα της γινόταν ολοένα και πιο κουραστική και οι απαιτήσεις γινόντουσαν όλο και περισσότερες.
Και η κυρία δεν άντεχε άλλο πια. Είχε εξαντληθεί. Λες κι αυτή ήταν υπεύθυνη για όλη τη βρωμιά του κόσμου.
Ένα βράδυ, γύρισε σπίτι της σκούπισε και τη δική της πολυκατοικία, με τους πολλούς ορόφους, τα πολλά διαμερίσματα και τις πολλές πόρτες, σκούπισε όλες τις ζωές, πήγε στο διαμέρισμά της, το σκούπισε κι αυτό, σκούπισε καλά καλά και τη δική της ζωή και μετά αποκοιμήθηκε. Και στον ύπνο της είδε μια γνώριμη ατέλειωτη σκάλα, που άγγιζε τον ουρανό και χανόταν μέσα σε άσπρα πεντακάθαρα σύννεφα κι αυτή να την ανεβαίνει, από κάτω προς τα πάνω, έτσι όπως δεν είχε κάνει ποτέ, χωρίς να κρατάει καμία σκούπα και στο τέλος να απογειώνεται σαν μπαλόνι και να χάνεται στον ουρανό ικανοποιημένη που δεν θα ξαναξυπνήσει να πάει να καθαρίσει σκάλες.

Σκίτσο της Σπυριδούλας Ζάχου για την παράσταση "Storytelling", Μάιος 2012




ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΩΝ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΩΝ ΨΥΧΩΝ

Κάποτε μέσα στους αιώνες, υπήρχε ένα χωριό σπάνιας ομορφιάς και γενναιοδωρίας. Με το ευεργετικό του φυσικό περιβάλλον, τα πολύτιμα δέντρα του, το αναζωογονητικό του νερό και τη μοναδικά παράξενη ενέργειά του, επέβαλλε στους κατοίκους του τη δυνατότητα να ζουν μόνο με όλη τη σημασία. Όλοι τους ήταν ελεύθεροι, ένιωθαν όλα τα συναισθήματα με ζέση και περισσή ευαισθησία και εκμεταλλεύονταν κάθε παραμικρή ευκαιρία που είχαν να γεννιούνται και να πεθαίνουν ξανά και ξανά.

Κάποια μέρα, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, μη όντας πια ικανοί να διαχειριστούν αυτή την πληρότητα του απόλυτου και του τίποτα, φοβερά τρομαγμένοι από την ακλόνητη ισορροπία τους μεταξύ της συνείδησης και του ονειρικού, κουράστηκαν πολύ να κουβαλούν τα φορτία των ψυχών τους περιπλανώμενοι σε κάθε υπαρκτό ή μη σημείο του απείρου.

Μεγάλος σκεπτικισμός κουκούλωσε τα κεφάλια τους και η ανάγκη για λύτρωση έγινε τρομακτικά επιβλητική. Κανείς δε μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της απόγνωσης και τις κραυγές της απελπισίας. Ξάφνου κάποιος από κάπου στο βάθος, φώναξε ξέπνοα ωστόσο αποφασιστικά. ΝΑ ΣΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ!
Η ιδέα αυτή σόκαρε τους κατοίκους που προσπαθούσαν να καταλάβουν τί θα μπορούσε να είναι ένα παζάρι με μεταχειρισμένες ψυχές, όμως όταν ο εφευρέτης ανέκτησε την ψυχραιμία του και εξηγήθηκε, όλοι κατάλαβαν πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθούν το βάρος που ξεχείλιζε από τις ζωές τους. Θα είχαν μία και μοναδική ευκαιρία να πουλήσουν τις ψυχές τους σε άλλους ανθρώπους που ίσως τις έχουν ανάγκη, ή τις θεωρούν συλλεκτικά αξιόλογες, ή τελοσπάντων χρήσιμες για κάποιο σκοπό.
Η ιδέα έγινε ακαριαία απόφαση. Σκόρπισε ανακούφιση στα πρόσωπα και συμπάθεια στα βλέμματα των κατοίκων. Χωρίς δεύτερη σκέψη, όλοι, γυναίκες, άντρες και παιδιά εξέφρασαν την επιθυμία να εκθέσουν τις μεταχειρισμένες ψυχές τους στο παζάρι. Αφού κόπασε ο ενθουσιασμός, μια αμηχανία ήρθε και σκέπασε το χωριό, σε σχέση με το πώς θα κινηθούν οι απαραίτητες διαδικασίες.
Ο πιο δυνατός πήρε ένα προς ένα τα καλντερίμια και τα μονοπάτια και κάλεσε όλο το χωριό σε συνέλευση στην πλατεία με τα τρία πλατάνια και τις πέντε βρύσες στις επτά η ώρα. Από κει δεν έλειψε κανείς.
Μετά από συζητήσεις, διαπραγματεύσεις και έριδες, οι κάτοικοι κατάφεραν να συντάξουν ένα καταστατικό. Έπειτα όλοι κατέληξαν σε ένα κοινό συμπέρασμα. Το πιο σημαντικό.
Πώς θα μπορούσε το παζάρι των ψυχών να πάρει σάρκα και οστά, αν δε συγκέντρωναν πρώτα ένα-ένα τα κομματάκια τους σε ένα μόνο σημείο;
Ο πιο δυνατός, που δεν μπορούσε να χρονοτριβεί άλλο, έδωσε το σύνθημα της εκκίνησης της μακράς άγρας υπολειμμάτων ψυχών στο χρόνο και στον χώρο και σε όποια άλλη διάσταση υπήρξαν και υπάρχουν.
Σε λίγη ώρα άνθρωποι παντού, μάζευαν κομματάκια ψυχής από σκοτεινές γωνιές καλντεριμιών, από τα σύννεφα που περνούν, το φεγγάρι,τα αστέρια, τα δέντρα, το νερό των πηγών, το χώμα, από τοίχους, κρεβάτια, τάφους, από αναμνήσεις, φιλιά, μουσικές, ανθρώπινες ενώσεις, λόγια, αγγίγματα, περιπάτους, σώματα, χέρια, ακροδάχτυλα, μάτια, ζεστά δάκρυα, φωτογραφίες, ζωγραφιές, γράμματα, προσωπικά αντικείμενα, δημιουργήματα, αισθήσεις, γέννες, αγκαλιές, χορούς, ποτήρια, χαμόγελα, έρωτες, πόνους, θρήνους, πένθη, σκέψεις και από μέρη που δε μπορεί να βάλει ο νους πως κάποιος μπορεί να άφησε λίγη ή πολλή απ'την ψυχή του.
Όταν η δουλειά τους τελείωσε δεν υπήρχε πια ο χρόνος. Όχι όπως τον γνωρίζουμε. Το χωριό έμοιαζε ξεχαρβαλωμένο, έτοιμο να καταρρεύσει όλο μαζί και να διαλυθεί. Ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί δίπλα στις όχθες του ποταμού, που τώρα είχε κι αυτός στερέψει. Τα πολύτιμα δέντρα είχαν λυγίσει από ανημποριά. Τα χρώματα είχαν χάσει την ιδιότητα τους να χρωματίζουν. Οι ήχοι έχασαν κάθε έννοια του ρυθμού και της μελωδικότητάς τους. Οι άνθρωποι έμοιαζαν καταρρακωμένοι, βρώμικοι και πληγωμένοι. Όλοι ήταν εκεί, κείτονταν αδύναμοι, εξουθενωμένοι και με το ζόρι ανάσαιναν.
Παραδίπλα πληθώρα ψυχών ήταν στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη. Ψυχές σκισμένες αλλά καλομπαλωμένες, άλλες βαθιά χαρακωμένες, παιδικές ψυχές με αθώες μικρές τρυπούλες, ψυχές σκληρές σαν πέτρα, ψυχές από σκόνη έτοιμη να σκορπίσει στους πέντε ανέμους, ψυχές με κλωστίτσες, καρφάκια, σπασμένα γυαλάκια.
Κανένα παζάρι δε στήθηκε ποτέ στο χωριό. Όσο αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μαζέψουν τα κομμάτια τους, θυμήθηκαν, ανέσυραν μνήμες, αναβίωσαν συναισθήματα κρυφά ή θαμμένα και οι ψυχές τους συνέχισαν να δουλεύουν. Και γέμισαν δεύτερη φορά με όλα τα συμβάντα της κάθε ζωής και παραφούσκωσαν από μελαγχολία για όλα αυτά που πέρασαν και δε θα ξαναρθούν ,που άσχημα ή όμορφα ή απαίσια ή θαυμάσια, ήταν ο λόγος που υπήρχαν.
Οι άνθρωποι που κάποτε δεν ήθελαν τις μεταχειρισμένες ψυχές τους, όσο κι αν είχαν μετανιώσει, δε μπορούσαν πια να κάνουν τίποτα για να ανατρέψουν αυτό το μοιραίο γεγονός. Δε γινόταν να ζήσουν χωρίς αυτές, ούτε να τις πάρουν πίσω. Και έμειναν να κείτονται κενοί, με χαμένο βλέμμα και αδύναμα σώματα, με μόνο μια τελευταία ανάσα, που στην εκπνοή της έβγαλαν απ'το στόμα τους το τελευταίο μικρό απομεινάρι ψυχής που είχαν κρατήσει ανομολόγητα για τον εαυτό τους.

Οι ψυχές τίναξαν από πάνω τους τα ράμματα, τα μπαλώματα, τις κλωστίτσες, τα καρφάκια, τα κουρελάκια, τα γυαλάκια, άνοιξαν και άφησαν αυτά που είχαν μέσα τους να ξεχυθούν στο χρόνο και στο χώρο και σε όποια άλλη διάσταση υπήρξαν.

Σκίτσο του Φάνη Πλουμή για την παράσταση Storytelling, Μάιος 2012




ΜΙΑ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΗ

Κάποτε σε μια γκρίζα πόλη με ψηλά, ορθογώνια, γκρίζα, βρώμικα κτίρια, που μέσα τους είχαν μικρά κουτάκια για να ζουν θλιμμένοι, κενοί άνθρωποι, εκεί, ζούσε ένα κορίτσι. Αυτό το κορίτσι δεν ήταν κάποιο ιδιαίτερο. Aπλώς έτυχε να μην το αγαπάει κανείς.

Αυτή η γυναίκα που τη γέννησε, ήταν κάπως απασχολημένη με διάφορα κακά πράγματα και αυτός ο άντρας που έκανε τη γυναίκα να τη γεννήσει, δεν της φερόταν καθόλου μα καθόλου ωραία. Κι έτσι αυτό το κορίτσι, δεν το αγαπούσε κανείς. Ούτε κανένας άλλος άντρας ή γυναίκα, ούτε κανένα άλλο κορίτσι ή αγόρι.

Το κορίτσι χωρίς να ξέρει το γιατί, ένιωθε κάπως περίεργα με όλη αυτή την κατάσταση μη αγάπης. Ίσως ήταν επειδή κάποιες φορές είχε παρατηρήσει, πως μερικοί άντρες και μερικές γυναίκες που είχαν κι αυτοί παιδιά στο κουτάκι που ζούσαν, δεν ήταν ακριβώς όπως αυτοί οι δικοί της. Μερικοί θέλω να πω φαίνονταν καλύτεροι. Ειδικά αυτή η γυναίκα με το μικρό αγόρι στο απέναντι κουτάκι.
Μ'αυτούς τους δυο περνούσε την ώρα του το κορίτσι, κοιτώντας τους από το παράθυρο του μπάνιου όταν κλειδωνόταν εκεί μέσα για να μην γίνει κανένα χειρότερο κακό.

Αυτή η γυναίκα, καμία φορά δεν άπλωνε το χέρι της στο αγόρι, παρά μόνο όταν το άγγιζε στην πλάτη του ή στο κεφάλι με έναν τρόπο που δεν έμοιαζε να το ενοχλεί. Ή κάποιες φορές έβαζε το στόμα της πάνω στο μάγουλο του με έναν τρόπο που το έκανε να χαμογελάει. Συν τοις άλλοις, του έδινε κάθε μέρα κάτι να φάει και το κορίτσι σκεφτόταν πως μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που το κορίτσι δεν είχε ποτέ συναντήσει το αγόρι στα σκουπίδια.
Το κορίτσι συχνά αναρωτιόταν αν ποτέ κανείς είχε δει τι συμβαίνει μέσα στο κουτάκι που ζούσε αυτή και η γυναίκα και ο άντρας στους οποίους άνηκε.

Μια μέρα, το κορίτσι ένιωσε πολύ, μα πάρα πολύ κουρασμένο. Ποτέ κανένας άνθρωπος δεν το είχε αφήσει λίγο να ξεκουραστεί. Και τότε, θυμήθηκε που της είχαν πει για εκείνον τον άντρα που πήδηξε από το παράθυρο στον έκτο, πως κοιμήθηκε για πάντα.


Σκίτσο της Σπυριδούλας Ζάχου για την παράσταση Storytelling, Μάιος 2012