Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΤΣΑΒΙΔΙ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ



Αν μπορούσαν οι άλλοι να δουν όλη την αλήθεια
θα ήμουν κάποιος άνθρωπος με ένα κατσαβίδι μπηγμένο στο μέρος της καρδιάς
Είναι εκεί πάντα, από τότε
Όταν περπατάω, όταν συζητάω, όταν ξεκαρδίζομαι στα γέλια
φαίνεται παράλογο, μα είναι πάντα εκεί
Είμαι ο άνθρωπος με το κατσαβίδι στο μέρος της καρδιάς
Κι αυτό δεν είναι γκρίνια
το έχω συνηθίσει πια
Μόνο όταν κάνω έρωτα κάπως ενοχλεί
Κατά τ’ άλλα η ζωή κυλάει κανονικά
εκτός που χρειάστηκε να αλλάξω τη θέση των κουμπιών απ' το παλτό μου
και δεν κοιμάμαι ποτέ μπρούμυτα
Μα αυτό δεν είναι παράπονο
το έχω συνηθίσει πια και δεν πονάει

(Δεν πονάει;
Μεταξύ μας, μια κουβέντα είναι αυτή
Είναι κάποιες φορές
-στις επετείους κυρίως-
που σαν μια δύναμη να το στριφογυρνάει γύρω γύρω
και να το ανεβοκατεβάζει βίαια
μέχρι η καρδιά μου να γίνει κιμάς
Και στο τέλος, με φόρα
το μπήγει πάλι μέσα
λίγο πιο βαθιά κάθε φορά
έτσι που με τα χρόνια έχει βγει από την πίσω πλευρά
στην πλάτη μου
κι ανοίγει τρύπες κι εκεί
στις μπλούζες, τα πουκάμισα και στο παλτό μου
και δεν φοράω πια το σακίδιό μου που τόσο αγαπώ
τρυπάει κι αυτό και χύνονται έξω όλα μου τα μυστικά
Έχω αναγκαστεί να κυκλοφορώ με τσάντες για ενήλικες
και δεν κοιμάμαι πια ούτε ανάσκελα)

Κι ύστερα με ρωτούν
γιατί για μένα η αγάπη είναι κάτι αιχμηρό

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

"accidentally on purpose"

Στον τέταρτο όροφο, πίσω από την πόρτα με το νούμερο 23 υπάρχει ένα, μοναδικό, στενόμακρο δωμάτιο. Σε μια ευθεία από το παράθυρο μέχρι τον πίσω τοίχο, στοιχίζονται κατά σειρά η κουζίνα, ένα γραφείο κι ένα κρεβάτι. Στο πάτωμα της κουζίνας μπορούν να εντοπιστούν μερικά μουχλιασμένα ψίχουλα και υπολείμματα από σάπια λαχανικά, οι ξεκολλημένοι σοβάδες στο ταβάνι πασπαλίζουν κατά διαστήματα το χώρο με σκόνη κι αν παρατηρήσεις πίσω απ' τη σιδερένια πλάτη του κρεβατιού, μπορείς να διακρίνεις μια ψιλή αραχνούλα να δουλεύει τον ιστό της.
Ένας άντρας κάθεται στο γραφείο με μέτωπο προς την κουζίνα και φαίνεται πως δεν έχει φτιαχτεί γι' αυτό, έτσι όπως στριμώχνονται τα πόδια του από κάτω, με τα γόνατα ενωμένα και τις φτέρνες γυρισμένες προς τα έξω. Είναι σκυμμένος πάνω από ένα λευκό χαρτί που σχεδόν φωσφορίζει ανάμεσα στο γκρι φόντο και στη ράχη του, έχει δημιουργηθεί με τον καιρό ένα αποκρουστικό κύφωμα. Το δεξί του πόδι κουνιέται πάνω κάτω νευρικά και με το δεξί του χέρι στριφογυρνάει κάποια από τις λιγοστές τρίχες στο κρανίο του για να την ξεριζώσει λίγο αργότερα με μανία. Στην κουζίνα, μια γυναίκα γυρισμένη πλάτη, φτιάχνει την τοματόσουπα για το δείπνο. Της αρέσει πολύ να μαγειρεύει φαγητά με χρώμα κίτρινο, πορτοκαλί ή κόκκινο, όπως σήμερα.


Όταν ο πατέρας τον είχε φέρει σπίτι, της είχε φανεί συμπαθητικός. Καθόταν στον καναπέ ήσυχος και κοιτούσε μελαγχολικά το γκρίζο χαλί που είχε στρωμένο η μαμά της στο κέντρο του σαλονιού. Κανένας άλλος δεν πρόκειται να δεχτεί να σε παντρευτεί, της είχε πει ο μυστηριώδης άντρας. Κι εκείνη δεν μπορούσε ακριβώς να διαφωνήσει μ' αυτό. Από τότε τηρούν και οι δύο τη συμφωνία.


Τα μάτια του δακρύζουν απ' το τσούξιμο. Λέξεις-φαντάσματα εμφανίζονται απειλητικά πάνω στο χαρτί και εξαφανίζονται πάλι, για να του θυμίζουν πως δεν έχει καμιά ελπίδα. Οι σφυγμοί του πληθαίνουν. Τα μηνίγγια του έχουν τεντώσει. Ένα μόνο πράγμα κατακλύζει το μυαλό του. Η απόγνωση. Η γυναίκα τώρα κατευθύνεται προς τα πάνω του κρατώντας ένα βαθύ μεταλικό πιάτο γεμάτο μέχρι το χείλος. Το αφήνει με δύναμη πάνω στο γραφείο έτσι ώστε μια μικρή ποσότητα κόκκινης σούπας να πιτσιλίσει το άσπρο του χαρτί. Ο άντρας βγάζει μια πνιχτή τσιρίδα κι εκείνη αφήνει να της ξεφύγει ένα χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία και ικανοποίηση. Σηκώνεται όρθιος και προχωράει προς τα πίσω τρομαγμένος, παραπατώντας μέχρι το κρεβάτι. Μπαίνει γρήγορα κάτω απ' τη γαριασμένη κουβέρτα και σκεπάζεται μέχρι πάνω.

Όταν η γυναίκα ήταν μικρό κορίτσι, παρακαλούσε τους γονείς της καιρό να φέρουν στο σπίτι έναν σκύλο, μέχρι που τους κατάφερε. Αφού έπαιξε μαζί του για κάποιες ώρες, βγήκε στη μπροστινή αυλή και τον κρέμασε στο δέντρο τυλίγοντας το λαιμό του με το ίδιο του το λουρί. Όσο εκείνη παρακολουθούσε με έκσταση τον πνιγμό του, οι γείτονες είχαν ήδη μαζευτεί έξω απ' το σπίτι και κοιτούσαν σοκαρισμένοι. Η μικρή φόνισσα, θέλοντας να κάνει την πράξη της ακόμη περισσότερο φαντασμαγορική, έβγαλε ένα κουτάκι σπίρτα από την τσέπη του παντελονιού της και έβαλε φωτιά στην ουρά του άψυχου ζώου. Το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί κράτησε με μιας την ανάσα του, το μικρό κορίτσι υποκλίθηκε, τους κούνησε το χέρι εν είδει αποχαιρετισμού και μπήκε ξανά μέσα στο σπίτι.


Ο άντρας έχει αποκοιμηθεί και η γυναίκα στέκεται από πάνω του και τον κοιτάζει. Το ένα χέρι του ξεπροβάλλει κάτω απ' τα σκεπάσματα ωχρό, λιπόσαρκο, το χλωμό πρόσωπό του έχει χαλαρώσει, το δέρμα του κρεμάει και το στόμα του είναι ανοιχτό. Της αρέσει πολύ να πιστεύει πως είναι νεκρός, μα μια τρίχα που εξέχει απ 'τη μύτη του και πάλλεται από το ροχαλητό, διαλύει τη φαντασίωσή της. Ανοίγει προσεκτικά το ντουλαπάκι του κομοδίνου, βγάζει τα χρωματιστά νήματα και τις βελόνες της και αρχίζει να σιγοτραγουδάει:

"Τί δύσκολο να είσαι του θανάτου συνεργός
ψέματα λέω! δεν είναι δα και τόσο
του παρδαλού σκοινιού θα είμαι εγώ η δημιουργός
πόσο το λαχταρώ, να 'ξερες πόσο

Κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί
και μια θηλιά φτιαγμένη από μαλλί
σφιχτούς κάνω τους κόμπους από τώρα
μέχρι να έρθει η ώρα, μέχρι να έρθει η ώρα..."


Ο άντρας στ' όνειρό του, χάνεται στις λαβυρινθώδεις στοές κάποιου υπονόμου και τρέχει να σωθεί από τους ήρωές του, που έχουν μεταλαχθεί σε σκοτεινά και βίαια πλάσματα και τον καταδιώκουν σαν αρπακτικά πουλιά. Τους φοβάται, τους τρέμει. Γνωρίζει πολύ καλά για πόσο άσχημα πράγματα είναι ικανοί. Τρέχει συνέχεια, γρήγορα, χωρίς να κοιτάζει πίσω του, μα κάποια στιγμή χάνει τελείως το κουράγιο του, τα πόδια του παραλύουν και δεν μπορεί πια ούτε να κουνηθεί και τότε, οι ήρωες του, τον τυλίγουν σφιχτά με τα μαύρα φτερά τους, μπήγουν τα γαμψά τους νύχια στο δέρμα του και ουρλιάζουν με τις σατανικές φωνές τους: Γράψε μια ιστορία ή πέθανε τώρα.


Ο άντρας κάποτε, ήταν ένα πολύ γλυκό και ρομαντικό αγόρι. Περνούσε την ώρα του γράφοντας ποιήματα στα οποία εξυμνούσε την αγάπη και την αφοσίωση που έτρεφε για τη μητέρα του και έπειτα της τα χάριζε σ' ένα φάκελο με την αφιέρωση "για τη μανούλα". Στις ιστορίες που σκαρφιζόταν ήταν πάντα μια καλή και όμορφη νεράιδα που χάριζε στους ανθρώπους χαμόγελα και ευτυχία κι όποτε η μητέρα του πάθαινε κάποια από τις συχνές κρίσεις της, της διάβαζε κάποια απ' αυτές για να την ησυχάσει. Το απόγευμα που τη βρήκε σωριασμένη στο πάτωμα της κουζίνας, οι αχτίδες του ήλιου που περνούσαν από τις πορτοκαλί κουρτίνες είχαν γεμίσει το σπίτι με ένα ζεστό, φωτεινό χρώμα και έδιναν μια εκπληκτική λάμψη στο πορφυρό στεφάνι γύρω από το κεφάλι της.

Ο άντρας ξυπνάει αλαφιασμένος και σέρνεται με κόπο μέχρι το γραφείο του. Είναι η μόνη διαδρομή που διανύει όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό το ενάμισι μέτρο. Μπρος και πίσω. Κάθεται στην καρέκλα και με την άκρη του ματιού του έχει ήδη αντιληφθεί το μαύρο μελάνι πάνω στο λευκό φύλλο. ΓΡΑΨΕ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ Ή ΠΕΘΑΝΕ ΤΩΡΑ. Αυτή το έκανε, αυτή η γυναίκα που έχει καταφέρει να στοιχειώσει μέχρι και τα όνειρά του, τον προκαλεί, δεν το ανέχεται να περιμένει άλλο. Σίγουρα, το θυμάται πολύ καλά, δεν ήταν αυτή η συμφωνία τους, μα όπως φαίνεται δεν είναι αυτός που μπορεί να ορίσει πια τους κανόνες. Σηκώνει το βλέμμα του να την ψάξει στο χώρο και παρ' όλο που δεν τη βλέπει πουθενά, είναι πεπεισμένος πως μπορεί να είναι κάπου κρυμμένη και να παρακολουθεί με ευχαρίστηση.

- Κανείς δεν πρόκειται να δεχτεί να σε παντρευτεί. Ωστόσο, με όλο το θάρρος, φαίνεται πως σε μένα μπορείς να φανείς χρήσιμη. Απεχθάνομαι το κόκκινο, το κίτρινο και το πορτοκαλί και θα φροντίσω στο σπίτι που θα ζήσουμε να μην υπάρχει κανένα άλλο χρώμα πέρα απ' το γκρι. Θα μαγειρεύεις και θα καθαρίζεις καθημερινά και πάντοτε θα φροντίζεις πάνω στο γραφείο μου να υπάρχει ένα πάκο λευκές κόλλες. Δεν θα μου μιλάς, ούτε κι εγώ θα σου μιλήσω ποτέ και δεν ξέρω από τώρα να σου πω πόσο διάστημα θα χρειαστεί να ζήσεις μαζί μου, γι' αυτό θα πρέπει να κάνεις υπομονή μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή.

- Θα γίνει όπως μ' αρέσει;




Το κλειδί γυρνάει στην πόρτα. Ο άντρας ανασκουμπώνεται. Χαντακώνει κάπου το φύλλο με το δηλητηριώδες μήνυμα και βγάζει ένα καθαρό. Πιάνει την πένα του και αρχίζει να γράφει λέξεις ακατάληπτα: 
Αδύναμος τρέλα ποντίκι κενός ματαιότης μίσος τρέλα μίσος εξαπάτηση φθορά σήψη θάνατος τέλος μητέρα χάος αιωνιότητα γιος θάνατος άπειρο μακριά
Η γυναίκα τον κοιτάζει παγωμένη που γράφει, και για πρώτη φορά, στο πρόσωπό της αποτυπώνεται μια απέραντη θλίψη. Φαίνεται προδομένη, βαθιά απογοητευμένη, σαν να μην μπορεί να αντέξει κι άλλη παράταση, μοιάζει να είναι έτοιμη... να παραιτηθεί; 
 
Όχι. Όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μα τί σκεφτόταν; Ο αγώνας αυτός ήταν και είναι άνισος, χρόνια ολόκληρα εξαπατά τον εαυτό του πως ίσως και να τα καταφέρει αλλά πώς θα μπορούσε κάποιος σαν αυτόν, ένας άνθρωπος σακατεμένος, φοβιτσιάρης, να λυτρώσει τον εαυτό του με μια ιστορία; Ένας άνθρωπος χωρίς κουράγιο, δεν μπορεί να γράψει ιστορίες. Η γυναίκα αυτή δεν έκανε λάθος, του έδειχνε το δρόμο της σωτηρίας, γνώριζε από την πρώτη στιγμή πως αυτή είναι η μόνη λύση. Η λύση που τους πρέπει.
Αφήνει την πένα να πέσει απ' το χέρι του και σπρώχνει το πάκο με τα χαρτιά, που σκορπίζουν κάτω μονομιάς. Είμαι έτοιμος. ΕΙΜΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ!
Το έδαφος αρχίζει να τραντάζεται, τα σύννεφα παραμερίζουν κι αφήνουν τις ηλιαχτίδες να μπουν απ' το παράθυρο και να γεμίσουν το χώρο με ένα ζεστό, φωτεινό χρώμα.

Και τότε, η γυναίκα ξεσπάει σ' ένα παραλήρημα ευτυχίας. Αρχίζει να χοροπηδάει γύρω γύρω απ' το γραφείο αλαλάζοντας κι έπειτα να χορεύει στο κέντρο του σπιτιού τραγουδώντας: 

"Τί δύσκολο να είσαι του θανάτου συνεργός
ψέματα λέω! δεν είναι δα και τόσο
του παρδαλού σκοινιού είμαι η δημιουργός
πόσο το λαχταρώ, να 'ξερες πόσο

Κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί
και μια θηλιά φτιαγμένη από μαλλί
σφιχτοδεμένο έχω κάνει το σκοινί σου μη φοβάσαι
πες πως θα κοιμάσαι-πες πως θα κοιμάσαι!"

Ύστερα από αυτό το αυθόρμητο νούμερο, τρέχει στο κομοδίνο και βγάζει από το ντουλάπι το μακρύ, χρωματιστό σκοινί που έχει υφάνει. Στέκεται μπροστά στον άντρα και αρχίζει να το τυλίγει αργά γύρω της, από τους αστράγαλους μέχρι τους ώμους και στο τέλος το σφίγγει γύρω απ' το λαιμό της, κλείνει τα μάτια, βγάζει έξω τη γλώσσα προσποιούμενη την πνιγμένη και -ΜΠΟΥ-ΟΥ-ΟΥ!- ξανανοίγει τα μάτια και ξεσπάει σε υστερικά γέλια.

Ο άντρας την κοιτά αποσβολωμένος μα δεν δυσφορεί με τη συμπεριφορά της. Νιώθει πως της το οφείλει τώρα, να μην την εμποδίσει απ' το να φωνάξει, να κάνει αισθητή την παρουσία της, ακόμα και να τον ερεθίζει με τα χρώματα που γνωρίζει πόσο τον ταράζουν. Τώρα πια τίποτε δεν έχει σημασία, δεν υπάρχουν πια κανόνες για να παραβιαστούν, όλα τέλειωσαν, ή τουλάχιστο πρόκειται σύντομα να τελειώσουν. Κι αυτός, δεν αισθάνεται κι άσχημα! Τον διαπερνά μια πρόσκαιρη ευφορία, νιώθει την πλάτη του ευθυτενή, το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο. Σηκώνεται όρθιος και βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του, μέχρι να μείνει εντελώς γυμνός. Η γυναίκα πλησιάζει, ξετυλίγει το σκοινί από το σώμα της, ανεβαίνει στην καρέκλα και στερεώνει με επιδεξιότητα τον τέλειο μηχανισμό, στην κάθετη ξύλινη δοκό στο ταβάνι. Έπειτα πηδάει κάτω, για να παραχωρήσει τη θέση της στον άντρα, που πιάνει χωρίς περιστροφές το βρόχο και τον περνάει στο λαιμό του. Θα 'λεγε κανείς πως τίποτα πάνω του δεν φανερώνει την αγωνία του μελλοθάνατου. Το πρόσωπό του έχει μια μακάρια, γαλήνια όψη και το γυμνό του σώμα μοιάζει έτοιμο να φιλοξενήσει τον ασφυκτικό θάνατο. Κι αφού η γυναίκα παίρνει τη σωστή θέση απέναντί του για να παρακολουθήσει τη σκηνή, ο άντρας κλοτσάει την καρέκλα με το πόδι του να πέσει κάτω και αρχίζει αμυδρά να αιωρείται. Τα αυτιά του βουίζουν και προς στιγμήν του φαίνεται πως ακούει το υπόκωφο τραγούδι της, τα μάτια του δέχονται ένα εκτυφλωτικό φως και νιώθει τα πόδια του βαριά σαν σίδερο. Μπορεί ακόμα να δει τη γυναίκα να παρακολουθεί με έκσταση, σαν να θέλει να ρουφήξει κάθε λεπτομέρεια της εικόνας, τη βλέπει ακόμα, ακόμα λίγο, μα όχι πια. Το σώμα του αρχίζει να συσπάται, τα πόδια του τεντώνονται προς τα κάτω σκληρά, άκαμπτα μέχρι που οι σπασμοί αρχίζουν να ελλατώνονται ώσπου σταματούν τελείως και μια ποσότητα ούρων εκλύεται ανάμεσα απ' τα πόδια του. Η γυναίκα προχωρά μέχρι εκεί με την περηφάνια του κατακτητή, τοποθετεί ξανά την καρέκλα κοντά στα πόδια του και ανεβαίνει πάνω. Αγκαλιάζει σφιχτά τον άντρα από τη μέση, τον κοιτάζει μέσα στα μισάνοιχτά του μάτια και τον φιλάει στο μέτωπο.
Μόνη ξανά, πάνω στο βάθρο της, κάνει μια υπόκλιση. 
Τέλος. ΤΕΛΟΣ. 


Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Η θεία μου Λ.Μ.

Η θεία μου Λ.Μ. είναι μια γυναίκα δηλητήριο.
Εννοώ πως αρκεί μόνο λίγο να σου μιλήσει μ' αυτόν τον απαίσιο τρόπο της,
κι έπειτα νιώθεις σαν να 'φαγες τοξικά οστρακοειδή
ή κοτόπουλο με σαλμονέλα.
Το ξέρω πως επιμένω μα, στ' αλήθεια,
μετά έχεις όλα τα συμπτώματα.
Τάση για εμετό, πόνο στην κοιλιά,
σχεδόν και πυρετό.
Τόσο σιχαμερή γυναίκα είναι.
Όλοι όσοι τη γνώρισαν λένε γι' αυτή:
ω! πόσο κακιά!
Και αυτοί είναι τόσοι πολλοί,
που το έχουν διαδώσει και έχουν κάνει κι άλλους που δεν τη γνωρίζουν να το λένε.
Εγώ συμφωνώ πάντα και επιβεβαιώνω πως ναι, έχουν δίκιο.
Όταν θυμάμαι τί σόι άνθρωπος είναι, σκέφτομαι πως δεν θα πάω ούτε στην κηδεία της σαν πεθάνει,
αλλά μετά αναγνωρίζω πως αυτή είναι μια θρασύδειλη σκέψη
και αποφασίζω πως πρέπει να την εκδικηθώ πριν το μοιραίο
κι όχι μετά!
Έτσι, τη φαντάζομαι βαριά άρρωστη σ' ένα κρεβάτι,
ετοιμοθάνατη δηλαδή,
να σηκώνει το ακουστικό και μετά βίας να μπορεί να πληκτρολογήσει το τηλέφωνό μου.
Και να μου λέει,
κορίτσι μου, μονάκριβή μου ανεψιά, μόνο εσένα έχω στον κόσμο
αν και έχει παιδιά αλλά πες πως είναι κάπου πολύ μακριά, λόγου χάρη στην Αυστραλία,
τέλοσπάντων, να μου λέει, “μονάκριβη-μόνο εσένα έχω-έλα να με βοηθήσεις-πεθαίνω-πεθαίνω...”
κι εγώ τότε να της απαντώ αυστηρά,
Μα όχι, όχι, είναι αδύνατο. Τί κρίμα, θα έρθω να σ' επισκεφτώ κάποια άλλη φορά.”
ενώ γνωρίζω πως ο θάνατός της είναι ζήτημα ωρών.
Το καλύτερο απ' όλα βέβαια θα ήταν να διαβάσει κάπου αυτό το ποίημα
και να καταλάβει πως αναφέρεται σ' αυτή,
πως αυτή είναι η θεία Λ.Μ., αφού δεν έχω άλλη θεία μ' αυτά τα αρχικά
και τότε θα νιώσει πολύ άσχημα.
Όχι τόσο που λέω αυτά τα φρικιαστικά πράγματα
όσο που την εκδικούμαι μ' έναν τέτοιο τρόπο
που κανένας δεν θα με κατηγορήσει γι' αυτό,
αλλά όλοι θα πουν “α, τί χαριτωμένο ποίημα!”

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Vacation

-Παρακαλώ, σας ακούω.

-...

-Πείτε μου. Τί συμβαίνει πάλι;

-Γνωρίζετε πως έλειπα; Είχα έξοδο.

-Ναι, η απουσία σας ήταν κάτι παραπάνω από αισθητή.

-Ευχαριστώ.

-Χμμ... Τέλοσπάντων. Τουλάχιστον κάνατε κάτι αξιόλογο όσο λείπατε;

-Μμμ, ναι, ναι! Αυτό θέλω να σας πω. Έκανα διακοπές.

-Διακοπές; Πώς σας ήρθε αυτό;

-Το θέμα είναι πως έτυχε να συμβεί και πως πέρασα φίνα και πως τώρα συνειδητοποιώ πως αρνούμαι να βρίσκομαι άλλο εδώ.

-Ω, πραγματικά σας είμαι ευγνώμων που δεν παραλείψατε να με ενημερώσετε για την καινούρια σας μορφή άρνησης. Και τώρα πηγαίνετε, δεν γίνεται τίποτα.

-Το ήξερα πως θα είστε σκληρός μαζί μου.

-Δεν είμαι σκληρός. Δεν είμαι τίποτα. Κάνω αυτό που χρειάζεται.

-Έχω αποφασίσει να μην επιτρέψω να με πτοήσει η αυστηρότητά σας. Ήρθα εδώ, διότι έχω τα επιχειρήματα για να σας πείσω.

-Για ποιό πράγμα;

-Θέλω να μου δώσετε εξιτήριο. Θέλω να φύγω από δω.

-Αν μη τι άλλο έχετε χιούμορ. Ξέρετε πως αυτό δεν θα συμβεί. Η κατάστασή σας άλλωστε δεν θα μας το επέτρεπε σε καμία περίπτωση.

-Εκεί θέλω να καταλήξω. Είμαι μια χαρά. Ή τουλάχιστον ήμουν μια χαρά. Εκεί που ήμουν.

-Τα λεγόμενά σας, υπήρξαν πάντοτε ανυπόστατα για μένα. Δεν μου λέτε τίποτα καινούριο. Μπορείτε βεβαίως να ισχυρίζεστε πως είστε καλά ακόμη κι αν δεν είστε. Εξάλλου είναι σύνηθες για τους ανθρώπους με τις δικές σας, ας πούμε, ιδιαιτερότητες...

-Δεν είμαι ιδιαίτερος. Είμαι κανονικός. Εκεί κατάλαβα πως είμαι. Μου έφτανε ο καθαρός αέρας και ο ήχος των κυμάτων που σκάνε στα βράχια, η σκιά των πεύκων, τα τζιτζιτζιτζιτζι, η μυρωδιά των βοτάνων, ο αέρας ανάμεσα στα μαλλιά μου, κάτι που γέμιζε τον κενό, ακατοίκητο χώρο
μέσα μου.

-Πολύ ρομαντικό. Αναρωτιέμαι ποιος είχε την ιδέα να σας φέρει ακόμη περισσότερο σε επαφή με τις ψευδαισθήσεις, από κει δηλαδή που πηγάζουν όλα σας τα προβλήματα. Έχετε προφανώς κάνει βήματα πίσω. Ζήσατε μια πρόσκαιρη ευτυχία και μια πληρότητα που δεν θα μπορούσαν παρά να χαρακτηριστούν μια ουτοπία. Το σκηνικό που περιγράφετε θυμίζει αράδες
μυθιστορήματος, αλλά ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Για τον πραγματικό κόσμο, παραμένετε ένας ανίκανος.

-Το θέμα είναι πως εκεί δεν ένιωθα ανίκανος. Η ύπαρξή μου είχε νόημα, άκουγα καθαρά τις επιθυμίες μου, τις αληθινές μου επιθυμίες, όχι αυτές τις επιβεβλημένες, η κάθε στιγμή είχε τη δική της προσφορά, εκεί μέτρησα το ξημέρωμα, το μεσημέρι και το ηλιοβασίλεμα, ήταν σαν να ζω τη ζωή κυριολεκτικά... Εδώ είναι μια φυλακή.

-Η ψυχική ισορροπία κύριε, δεν μετριέται κάτω από τα πεύκα και μπροστά στο ηλιοβασίλεμα.

-Μα αντιθέτως, εγώ πιστεύω...

-Το ψυχικό σθένος, λέγω, δεν αποδεικνύεται κατά τη διάρκεια των διακοπών. Τί ρόλο μπορείτε να παίξετε για το κοινωνικό σύνολο; Πόσο παραγωγικό θεωρείτε τον εαυτό σας; Αντέχετε πάνω σας τον αντίκτυπο του σύγχρονου τρόπου ζωής; Θα έπρεπε να χαίρεστε, καταλήγω, που σας κρατάμε εδώ, σ' αυτή τη “φυλακή” όπως τη χαρακτηρίζετε και δεν σας σπρώχνουμε στο στόμα του λύκου.

-...

-Έχετε αποδείξει πως δεν συμμορφώνεστε στους οποιουσδήποτε κανόνες, δεν κάνετε τίποτα αν δεν σας φανεί αρκούντως ευχάριστο, θεωρείτε τους περισσότερους τρόφιμους ανάξιους συναναστροφής και επιτέλους. Δεν έχετε μπορέσει ακόμη να ενταχθείτε. Για να τελειώνουμε. Εκεί έξω, δεν είναι τίποτα όπως στις διακοπές σας. Εκεί, πρέπει να ζήσετε χωρίς παραδεισένια τοπία, χωρίς να μετράτε τις φάσεις της ημέρας, χωρίς να ξέρετε καν ότι υπάρχουν τέτοιες πίσω απ'τα γκρίζα τσιμέντα, χωρίς έμπνευση και χωρίς φαντασία, μόνο, με αντοχή και ανθεκτικότητα. Αρετές τις οποίες εσείς δεν διαθέτετε. Εκεί έξω, είναι ενδεχομένως όπως στη “φυλακή” μας, με τη διαφορά πως εκεί, εσείς θα αναλάβετε όλη την ευθύνη. Α! Και μια φορά το χρόνο, μπορεί να πηγαίνετε και διακοπές! Χαχαχαχαχα! Χαχαχαχαχα! Χαχαχαχαχα! Σας φέρνω αμέσως μια αίτηση για εξιτήριο να συμπληρώσετε και επειδή με κάνατε και γέλασα, σας εγγυώμαι πως εγώ, σίγουρα θα σας την σφραγίσω. Προσέχετε τί εύχεστε κύριε! Χαχαχαχαχα!

Dr.Soul είναι φανταστικός.
Οι εκθέσεις του δεν είναι έγκυρες, απλώς φτιαγμένες με υπομονή και με τρόπο που να φαίνονται ψαρωτικές. Κάποια στοιχεία τους πηγάζουν από το διαδίκτυο, χωρίς φιλτράρισμα, γιατί ποσώς με ενδιαφέρει αν είναι ανυπόστατα ή όχι, απλώς θέλω να ακούγονται κάπως επιστημονικά.
Επίσης: Ο Dr.Soul βαριέται πολύ να ακούει τους ανθρώπους και τα προβλήματά τους, μόνο θέλει να τους ξεπετάει με τον πιο εύκολο τρόπο. Τους ειρωνεύεται γιατί μόνο αυτό ξέρει να κάνει και να είναι βλάκας.
Ο Dr.Soul δεν δίνει εξιτήριο σε κανέναν γιατί τους ζηλεύει όλους που νιώθουν πράγματα και θέλει το κακό τους.
Ο Dr.Soul είναι κακός.

Θα ζήσω γιατρέ μου;

-Παρακαλώ. Σας ακούω.
-Φοβάμαι ότι θα πεθάνω.
-Τί εννοείτε; Απειλούν τη ζωή σας; Σας κυνηγούν νονοί της νύχτας για λεφτά που χρωστάτε; Χάχαχα...
-Λυπηθείτε με για μια φορά γιατρέ. Επιτέλους, μην κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε.
-Σύμφωνοι. Αν λοιπόν μου λέτε απλώς ότι φοβάστε ότι θα πεθάνετε, τότε ειλικρινά πρέπει να σας απαντήσω πως, ναι ναι, είναι αλήθεια, θα πεθάνετε.
-Ναι, αλλά εγώ δεν θέλω.
-Σοβαρολογείτε; Και γιατί δεν μας το λέγατε τόσο καιρό; Τί φοβερή παράλειψη εκ μέρους σας... Κάντε μου τη χάρη κύριε και πηγαίνετε! Ξοδεύετε τον πολύτιμο χρόνο μου. Λες και δεν έχουμε εμείς δουλειές.
-Όχι δεν θα φύγω. Αυτή τη φορά θα με ακούσετε στα σοβαρά. Και θα σας πω πως η δουλειά σας είναι να κάθεστε εδώ και να με ακούτε. Κι αν δεν το κάνετε θα σας καταγγείλω στον σύλλογο.
-Βρε βρε... Ξεδιπλώστε λοιπόν τον δυναμισμό σας. Αν μη τι άλλο βρήκατε το κουμπί μου αγαπητέ. Λοιπόν. Πάμε ξανά. Είμαι εδώ για σας. Όποια στιγμή με χρειαστείτε και για οποιονδήποτε λόγο. Ξέρετε πόσο νοιάζομαι για τους ανθρώπους που υποφέρουν... Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς να επιτελώ αυτό το λειτούργημα, χωρίς να βοηθάω τον συνάνθρωπο, βάζοντας τον εαυτό μου σε δεύτερη μοίρα και προτάσσοντας το θάρρος και την πυγμή...
-Γκουχ, γκουχ...
ς μιλήσουμε λοιπόν για τον θάνατό σας.
-Όχι, όχι! Όχι για τον θάνατό μου. Δεν θέλω να πεθάνω σας λέω. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Μουδιάζω ολόκληρος από τρόμο και αγωνία. Ταυτίζομαι απόλυτα με την ιδέα της αβύσσου. Με την ιδέα του να σε καταπίνει το άπειρο. Σκέφτομαι: αν πεθάνεις, δεν θα ξαναζήσεις ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέεεεεεε.
-Μάλιστα. Αν είναι έτσι, τότε μπορείτε να εκμεταλευτείτε αυτή σας την συνειδητοποίηση υπερ σας. Σκεφτείτε αυτόν τον περιορισμένο χρόνο ως ευκαιρία να κάνετε όσα περισσότερα μπορείτε σ'αυτή τη ζωή, τη μικρή, αυτή που σας απομένει. Βρείτε χόμπι, δραστηριότητες που να σας προσφέρουν ευχάριστο, δημιουργικό χρόνο. Μάθετε ντεκουπάζ, την τέχνη της χαρτοπετσέτας! Κάντε μαθήματα οριγκάμι. Βέβαια! Θα ήταν υπέροχο να εντρυφήστε στη μέθοδο της ιαπωνικής χαρτοδιπλωτικής! Τέτοιες ασχολίες θα σας εντάξουν με έναν πιο υγιή τρόπο στο κοινωνικό σύνολο, θα κάνετε νέους φίλους, θα σας χαρίσουν σίγουρα μια αίσθηση αθανασίας, θα σας φέρουν μπροστά στην αυτοπραγμάτωση σας και σε μια νέα αντίληψη για τον κόσμο, για τη ζωή...
-Νομίζω πως δεν με καταλάβατε. Οι ανησυχίες μου είναι πραγματικά βαθιές. Με έχουν σχεδόν τραυματίσει μόνιμα. Προσπαθώ να βρω την ηρεμία μέσα από την πνευματική αναζήτηση, όμως αυτή με οδηγεί τελικά σε ένα αίσθημα πλήρους ματαιότητας. Αισθάνομαι πως μπροστά στο χάος της αιώνιας ανυπαρξίας, αναιρείται κάθε οντότητα, κάθε ψυχή. Δεν είμαστε απλώς περαστικοί γιατρέ, είμαστε τελικά ανύπαρκτοι ακόμα κι αν θεωρητικά υπάρχουμε αυτή τη στιγμή.
-Ευχαριστώ αγαπητέ που μου δίνετε κάπου εδώ, την αφορμή, να σας προτείνω την εξαιρετική ιδέα του να εναποθέσετε πια τη ζωή σας... στο θεό! Μ'αυτόν τον τρόπο, θα είναι πάντα κάποιος εκεί να σας προσέχει και να σας “ακούει”...
-Μα, εγώ έχω εσάς να το κάνετε αυτό για μένα...
-Ναι αλλά εκείνος, από ψηλά, θα ευλογεί όλες τις αποφάσεις και τις επιλογές σας, όταν βέβαια θα είναι εξασφαλισμένο πως δεν θα σας οδηγούν σε έναν δρόμο αμαρτωλό, επικίνδυνο, μιασμένο από ελευθερίες και ριζοσπαστικές ιδέες, αλλά σ' έναν δρόμο, λέγω, που θα ακρωτηριάζει κάθε καλπάζουσα φαντασία και θα φιμώνει τις σκέψεις που γεμίζουν το ανθρώπινο μυαλό έντονα συναισθήματα και εικόνες...
-Μα αυτό το κάνετε κι εσείς...
-Εγώ δεν κάνω τίποτα. Όλα ο θεός. Ο θεός δεν κοροϊδεύει. Ο θεός υπόσχεται. Ο θεός δεν σ'αφήνει ΟΥΤΕ να πεθάνεις! Σου εξασφαλίζει ζωή μετά τον θάνατο. Ο θεός ανατρέπει το αναπόφευκτο...
-Μα τι λέτε, είστε καλά; Φοβάμαι γιατρέ, φοβάμαι πολύ σας λέω. Και τώρα φοβάμαι πολύ περισσότερο από πριν. Μα τί θα απογίνω;
-Είπαμε αγαπητέ. Θα πεθάνετε. Μην τρέφετε ελπίδες για το αντίθετο. Σταματήστε απλώς να το σκέφτεστε. Κάντε ένα παιδί. Ααα, ναι. Γιατί δεν κάνετε ένα παιδί; Αφήστε πίσω σας έναν απόγονο, μία συνέχειά σας. Ζήστε μια δεύτερη, εναλλακτική ζωή μέσα από εκείνο. Υποχρεώστε το να γίνει ό,τι εσείς δεν μπορέσατε. Βγάλτε όλα σας τα απωθημένα πάνω του. Εξαρτηθείτε από αυτό και δείτε το ως το νόημα της ζωής σας, ως το μεγαλύτερό σας επίτευγμα, τη μεγαλύτερη σας κατάκτηση. Δώστε του τις απαραίτητες κατευθύνσεις και μετά φύγετε από τη ζωή με τη σιγουριά και την ικανοποίηση, πως αφήσατε σ'αυτόν τον κόσμο παρακαταθήκη, έναν άνθρωπο ίδιο με εσάς.
-ΌΧΙΙΙ!
-ΝΑΙ.
-Όχι.
-Ναι.
-Όχι, όχι, όχι!

Dr.Soul είναι φανταστικός.
Οι εκθέσεις του δεν είναι έγκυρες, απλώς φτιαγμένες με υπομονή και με τρόπο που να φαίνονται ψαρωτικές. Κάποια στοιχεία τους πηγάζουν από το διαδίκτυο, χωρίς φιλτράρισμα, γιατί ποσώς με ενδιαφέρει αν είναι ανυπόστατα ή όχι, απλώς θέλω να ακούγονται κάπως επιστημονικά.
Επίσης: Ο Dr.Soul βαριέται πολύ να ακούει τους ανθρώπους και τα προβλήματά τους, μόνο θέλει να τους ξεπετάει με τον πιο εύκολο τρόπο. Τους ειρωνεύεται γιατί μόνο αυτό ξέρει να κάνει και να είναι βλάκας.
Ο Dr.Soul δεν δίνει εξιτήριο σε κανέναν γιατί τους ζηλεύει όλους που νιώθουν πράγματα και θέλει το κακό τους.
Ο Dr.Soul είναι κακός.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

La Casa Violenta

Ξυπνάω. Πρέπει πάλι να πάω εκεί. Έξω ακόμα είναι νύχτα. Αποφεύγω δέντρα που ξεφυτρώνουν τελευταία στιγμή μπροστά μου και δίπλα μου ακούω να έρπονται ζωντανά αλλά δεν τα βλέπω. Τα νιώθω όμως. Είναι σχεδόν πάνω μου. Παρακαλάω να φτάσω σώα. Επιτέλους το διώροφο βρωμόσπιτο αρχίζει να αχνοφαίνεται. Περνάω τα εμπόδια ένα ένα όπως κάθε μέρα και φτάνω μπροστά στην εξώπορτα. Σηκώνω με όλη μου τη δύναμη το λοστάρι που κρατάει την πόρτα για να μπω μέσα. Πέφτω κάτω. Δεν θα κλάψω ούτε σήμερα. Ξέρω τί με περιμένει. Προσπαθώ ξανά και τα καταφέρνω. Τα χέρια μου είναι ήδη γεμάτα αίμα. Μπαίνω μέσα και με παίρνει αυτή η σιχαμερή βρώμα. Μυρίζει καπνό, αλκοόλ και κακομεταχειρισμένα σώματα. Το στομάχι μου ανακατεύεται. Ξεκινάω αμέσως να τρίβω τα πατώματα. Μου έχουν πει να προσέχω κυρίως τη σκάλα. Μαζεύω σκουπίδια και προσωπικά αντικείμενα των ανθρώπων που ήταν εδώ τη νύχτα. Καθαρίζω καλά τα αίματα και τα ξερατά. Τώρα όλα γυαλίζουν και μυρίζουν καλύτερα. Ανοίγω τις βαριές κουρτίνες και στολίζω το χώρο με λουλούδια. Είναι σαν να μην έχει συμβεί τίποτα το προηγούμενο βράδυ εδώ μέσα. Ούτε εγώ θα το καταλάβαινα αν δεν το ήξερα. Είμαι χάλια.
Ακούω βήματα απ' έξω. Ήρθαν. Μπαίνουν μέσα και με ρίχνουν κάτω. Με κλωτσάνε αλύπητα για να μην μπορώ να σηκωθώ. Είναι ακόμα μεθυσμένοι από τις βραδυνές διασκεδάσεις τους. Μου περνάνε το σιδερένιο κολάρο στο λαιμό και με τραβάνε με αλυσίδα από δω κι από κει. Μιλάνε για την ξέφρενη νύχτα που πέρασαν σ' αυτό το σπίτι και γελάνε υστερικά. Δεν τα θυμούνται όλα. Εγώ ξέρω όλα όσα συνέβησαν. Τα καθάρισα προηγουμένως. Αυτός που καθαρίζει τα ξέρει όλα. Γι' αυτό μου περνούν το κολάρο και δεν μ' αφήνουν να φύγω πριν με κάνουν να τα ξεχάσω. Ξημέρωσε. Υποδέχονται τώρα τους πρωινούς καλεσμένους με τσάι και κουλουράκια βουτύρου. Φοράνε άσπρα καθαρά ρούχα που μυρίζουν καλά. Χαμογελούν. Με περιφέρουν με το κολάρο ανάμεσα στους καλεσμένους για να τους υπηρετώ. Οι καλεσμένοι ξέρουν ότι μπορούν να με κάνουν ό,τι θέλουν και μερικοί με κλωτσάνε κι αυτοί όπως τα αφεντικά μου. Υπάρχουν κι άλλοι που χρησιμοποιούν γι' αυτή τη δουλειά. Η μόνη μου ελπίδα είναι πως μια μέρα θα τα καταφέρω να ξεφύγω και θα μιλήσω σε όλους γι' αυτά που κάνουνε.